Είναι βράδυ της 28ης Μαΐου 1453. Μόλις έχει τελειώσει η δοξολογία μπροστά από την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας φτιαγμένης από τον Απόστολο Λουκά, αφού όλοι έψαλλαν – ωΐμέ! – για τελευταία φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, αναχωρούν για τις επάλξεις αυτοί που θα υπερασπίζονταν τα Θεοφύλακτα Τείχη που προστάτεψαν για 1000 χρόνια τη Πόλη των Κωνσταντίνων. Όλοι έλαβαν τη Θεία Ευχαριστία, κοινώνησαν μέσα στην Πορφυρογέννητο Ιουστινιανή της του Θεού Σοφίας την μεγάλη Εκκλησιά τη καρδιά του παγκόσμιου Χριστιανισμού! Το σύμβολο του μεσαιωνικού Ελληνισμού! Ζήτησαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλον χιλιάδες κόσμος.
Ο αυτοκράτορας έγινε αντιληπτός μόλις για λίγα λεπτά από το θεοσεβούμενο πλήθος. Το βάρος της ευθύνης του να σώσει ένα έθνος, μια τιμή, μια χιλιόχρονη ιστορία, τη μνήμη των Κωνσταντίνων, τον ελληνικό πολιτισμό, όλα αυτά μαζί με το γρίφο της υπεράσπισης της Πόλης και την επίλυση του σχεδίου άμυνας φορτώνουν τον έσχατο αυτοκράτορα με «’Ακάνθινο Στέφανο»…
Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψουν τη συναισθηματική φόρτιση αυτού του υπερήφανου λαού που η ελπίδα του προς το Θεό του αποτρέπει φρικαλέες σκέψεις του τι πρόκειται να επακολουθήσει! Στην Πόλη βασιλεύει σιγή… Μια νεκρική σιγή πού παγώνει το αίμα όλων αυτών πού μέσα τους αρχίζει μια αγωνία πού θα μετατραπεί σε επιθανάτιο ρόγχο…
Ο αυτοκράτορας αφού έφυγε από την Αγία Σοφία κατευθύνεται στο ανάκτορο των Βλαχερνών πάνω στο άλογό του. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Το κεφάλι του πάει να σπάσει από τη τρομερή σκέψη. «Είναι θέλημα θεού η Πόλη να τουρκέψει;»…Αφού φτάνει στο ανάκτορο, εκεί συγκεντρώνει την οικογένειά του και όλους όσους υπηρέτησαν πιστά το σπίτι του. Με πατρική στοργή τους αγκαλιάζει έναν έναν και τους ζητά να τον συγχωρέσουν. Αφού βαθειά συγκινημένοι τον χαιρετούν όλοι για τελευταία φορά ο ίδιος φεύγει με το άλογό του και εσπευσμένα πάει στις επάλξεις για τη τελευταία επιθεώρηση των αμυντικών θέσεων. Είναι αργά τη νύχτα. Τα άγρυπνα μάτια των σκοπών χαμογελούν πού τον βλέπουν. Υπάρχει ακόμα ελπίδα πιστεύουν. Ο Θεός, ο Αυτοκράτορας, ο λαός, το Δίκαιο είναι μαζί τους!
Μεσάνυχτα, φρενιτικά κτυπούν οι καμπάνες των εκκλησιών της Βασιλεύουσας, της Αγίας Σοφίας, των Αγίων Αποστόλων, ακούγονται όλες από τις εκκλησιές κατά μήκος του δρόμου του Επτάσκαλου. Ποιός άραγε μια τέτοια στιγμή θα είχε ύπνο όταν πυκνά σύννεφα μαύρα έχουν κάνει τη νύχτα, τη τελευταία, σκοτάδι κόλασης με απαίσια όρνια να πλανώνται πάνω από την υπερήφανη Πόλη;
Η οθωμανική επίθεση ξεκινάει μετά τα μεσάνυχτα. Είναι πια η 29η Μαΐου 1453. Κύματα γενίτσαρων πού το ένα ακολουθεί το άλλο επιτίθενται με πολεμικές κραυγές, ήχους ταμπούρλων, σαλπίγγων, πίπιζων, που γεμίζουν με το θόρυβό τους τον αέρα τού πέπλου της σκοτεινής νύχτας…
(Αποσπάσματα από το άρθρο «28-29 Μαΐου 1453 – Το αιώνιο πένθος του Ελληνισμού..» του Ραφαήλ Διαμαντή)
Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου