της Ελίνας Γαληνού
Τα δείγματα βυζαντινών και μεταβυζαντινών βιβλιοδεσιών που
χρονολογούνται από τον 11ο έως τον 19ο αιώνα, βεβαιώνουν ότι το βιβλίο
και η βιβλιοδεσία στην Ελλάδα, έχουν γράψει μακρόχρονη Ιστορία.
Η ιστορική διαδρομή που διάνυσε η βιβλιοδεσία,
περνάει οπωσδήποτε μέσα από την ανάπτυξή της στην Ελλάδα και την Εγγύς
Ανατολή, ενώ έχει πολλά να διδάξει και στον σύγχρονο κόσμο. Μοναδικά
κομμάτια από το υλικό της Συλλογής χειρογράφων και παλαιοτύπων του
Βυζαντινού Μουσείου, την Ελληνική Βιβλιοθήκη και την πλούσια συλλογή του
αρχιτέκτονα Κωνσταντίνου Στάικου που ανήκει στο Κ.Ι.Ωνάση, βρίσκονται
εδώ και ένα μήνα στο Βυζαντινό Μουσείο για να μας ξεναγήσουν στην τέχνη
της βιβλιοδεσίας ως εικαστικό φαινόμενο και συγχρόνως, ιστορικό τεκμήριο
που εξελίσσεται μέσα στον χρόνο..
Ξεκινώντας από τους πρώτους παπύρους κοπτικής βιβλιοδεσίας, η ιστορία
προχωρεί σε πολυτελείς βυζαντινές σταχώσεις της μέσης βυζαντινής
περιόδου, όπου ακόμα και ο περίφημος “γόμφος στάχωσης”, δηλαδή το καρφί
που συνέδεε τις σελίδες με την “αμφίεση” (εξώφυλλο), αποτελούσε
πραγματικό κόσμημα. Το κύριο σώμα των βιβλιοδεσιών ήταν δερματόδετο, με
μικρά κοσμήματα, και παραστάσεις από μυθικά ζώα. Στο εξωτερικό των
βιβλίων, υπήρχαν ξύλινες πινακίδες βαριές και μεταλλικοί γόμφοι..Οι
μορφές αυτές αντιστοιχούν περισσότερο στην μεσαιωνική περίοδο, ενώ κατά
την περίοδο της Αναγέννησης και την τυπογραφία, εμφανίζονται
χαρακτηριστικές αλλαγές τόσο στον όγκο των βιβλίων (λόγω του ότι τα
χειρόγραφα σε σχέση με τα έντυπα είχαν μεγάλη διαφορά στον όγκο), όσο
και στην τεχνική της βιβλιοδεσίας που επηρεάζει την εξωτερική εικόνα του
βιβλίου.. Τα κοινά χαρακτηριστικά μορφής βιβλίων ανά χρονικές
περιόδους, μαρτυρούν ότι οι βιβλιοδέτες ακολουθούσαν τις αισθητικές
τάσεις των εποχών τους και αυτό συνεχίζεται μέσα τους αιώνες. Σημειωτέον
ότι στον ελλαδικό χώρο, το χαρτί έφτασε τον 11ο αιώνα επί Ειρήνης
Κομνηνής, ενώ το παλαιότερο βυζαντινό έγγραφο από χαρτί, θεωρείται το
χρυσόβουλο του Κωνσταντίνου Μονομάχου για την Μονή Μεγίστης Λαύρας και
χρονολογείται το 1052..
Ωστόσο, τα χειρόγραφα που έφευγαν από την Κρήτη προς τη Βενετία κατά την
περίοδο της τουρκοκρατίας και λίγο νωρίτερα, δίνουν αρκετά στοιχεία για
την τέχνη της βιβλιοδεσίας “αλά γκρέκα”, που υιοθετήθηκε στις αυλές της
Δύσης. Με την διάδοση της τυπογραφίας όπου ξεκίνησε η κυκλοφορία των
εντύπων βιβλίων, η τέχνη της βιβλιοδεσίας προσαρμόστηκε σε άλλα
δεδομένα, καθώς τα άλλοτε χειρόγραφα βιβλία ήταν πανάκριβα και
δημιουργούνταν κατόπιν παραγγελιών, ενώ τα έντυπα προορίζονταν για την
ευρύτερη κοινωνία…Γενικά όμως, το περιεχόμενο και η εξωτερική μορφή των
βιβλίων, συνδέονται με τις εκάστοτε συνθήκες που επηρέαζαν όχι μόνο την
τέχνη αλλά και το εμπόριο και την οικονομία σε κάθε τόπο.
Ξεχωριστό δείγμα αυτών των εκθεμάτων, αποτελεί το σώμα ενός βυζαντινού
κώδικα, που είναι ένα από τα παλαιότερα εκθέματα του Βυζαντινού
Μουσείου. Αυτό όπως μας πληροφόρησαν, χρονολογείται τον 11ο αιώνα και
ήρθε στο μουσείο σαν κειμήλιο προσφύγων από την Καππαδοκία. Είναι ένας
ανοιχτός βυζαντινός κώδικας με αρκετές ελλείψεις σε φύλλα, που τώρα
έχουν συμπληρωθεί, ένα βιβλίο που μαρτυρά ζωή εννέα αιώνων,
καθρεφτίζοντας μια μεγάλη προσπάθεια των συγχρόνων συντηρητών να το
διασώσουν, και να το παραδώσουν στις επόμενες γενιές.
Μέσα από τους κώδικες και τα έντυπα με άξονα το εποπτικό υλικό, η έκθεση
αναδεικνύει το βιβλίο ως πηγή για την ιστορία, την πολιτική, την
οικονομία, και τα εικαστικά ρεύματα της κάθε εποχής. Αναζητώντας δε
σημερινές αναγνώσεις για την παράδοση της τέχνης του βιβλίου, τα
εκθέματα πλαισιώνονται από σύγχρονες εικαστικές δημιουργίες, ενώ
εκτίθενται έξη συλλεκτικά αντίτυπα του βιβλίου “Κασσιανή η Υμνωδός”, που
φιλοτέχνησαν εικαστικοί. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που πλαισιώνει την
έκθεση δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να αγγίξει τα εργαλεία και τα
υλικά της τέχνης της βιβλιοδεσίας και απευθύνεται σε ενήλικες και παιδιά
των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού. Η έκθεση εγκαινιάστηκε στις 19/9
μέσα στα πλαίσια του ευρωπαικού προγράμματος “Στουδίτης”, το οποίο
επικεντρώνεται στην μελέτη βυζαντινών βιβλιοδεσιών και στοχεύει στην
ανάπτυξη του διεπιστημονικού διαλόγου. Φιλοξενείται στον νέο
ανακαινισμένο εκθεσιακό χώρο του Μεγάρου της Δούκισσας της Πλακεντίας,
και θα διαρκέσει ως τις 13 Ιανουαρίου 2013.