Η Τουρκία, ιδιαίτερα κατά το τελευταίο διάστημα και με δεδομένη την μειονεκτική – δεινή οικονομική θέση της Ελλάδας, έχει αυξήσει –και μάλιστα τελείως απροκάλυπτα- τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά τις γεωπολιτικές της κινήσεις, επιβεβαιώνοντας αρχικά πως η οπτική της γωνία στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι αποκλειστικά προς την κατεύθυνση δημιουργίας εκείνων των συνθηκών που θα επιφέρουν τα μέγιστα δυνατά θετικά αποτελέσματα για την Άγκυρα.
Η κλιμάκωση των τουρκικών κινήσεων – προκλήσεων δεν είναι μόνο σε στρατιωτικό επίπεδο (μέσω του οποίου γίνεται μία προσπάθεια μέτρησης αντιδράσεων και διαθέσεων της κυβέρνησης του Αντώνη Σαμαρά), αλλά η τουρκική προκλητικότητα παίρνει χαρακτηριστικά επίθεσης και επεκτείνεται με δηλώσεις τούρκων πολιτικών (π.χ. Μπαγίς, Νταβούτογλου κ.α.) παραβιάζοντας το Διεθνές Δίκαιο και δημιουργώντας έτσι «υποδομές» για μελλοντική (μεσοπρόθεσμα ή βραχυπρόθεσμα) διπλωματική εκμετάλλευση.
Ουσιαστικά, η Τουρκία μέσω ενός διαφαινόμενου καλοσχεδιασμένου στρατηγικού σχεδίου, τοποθετείται γεωπολιτικά και γεωοικονομικά τόσο διπλωματικά όσο και πολιτικά στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου (παρενοχλώντας την Κύπρο και αμφισβητώντας ευθέως την Κυπριακή ΑΟΖ), αλλά και μέσα σε ένα πνεύμα απόλυτου παραλογισμού ταυτόχρονα τορπιλίζει τις Ελληνοτουρκικές σχέσεις αμφισβητώντας την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και οικειοποιούμενη την Ελληνική ΑΟΖ νότια του Καστελλόριζου και Ανατολικά της Κρήτης.
Ουσιαστικά, η Τουρκία καταλαμβάνει θέσεις στον χάρτη και αναμένει την επόμενη ημέρα μιάς ιδιαίτερα θερμής περιόδου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία και θα οδηγήσει σε εξελίξεις τέτοιες που θα «εξαναγκάσουν» την Αθήνα να ζητήσει την παρέμβαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Και σε αυτή ακριβώς την εξέλιξη στοχεύει η Άγκυρα, προκειμένου να κατορθώσει το ακατόρθωτο, δηλαδή να μοιράσει το Αιγαίο με την πολιτική της «χατζάρας» και να καταπατήσει μεγάλο ή μικρό μέρος από την Ελληνική ΑΟΖ λόγω μη ανάλογης παράλογης απαίτησης από την Ελληνική πλευρά, αφού η Αθήνα δεν δείχνει να έχει αντιληφθεί τόσο τον τρόπο λειτουργίας των Διεθνών Δικαστηρίων (αποδίδουν σολομώντειες λύσεις, εμπλουτισμένες με ισχυρή πολιτική – διπλωματική χροιά που καλύπτουν τα συμφέροντα των ισχυρών του πλανήτη) και έχει μεταβληθεί σε μία γραφική καρικατούρα διαμαρτυρόμενου κατά της τουρκικής προκλητικότητας, η οποία και παραμένει κατ’ ουσίαν και αναπάντητη από την πλευρά της Ελλάδας.
Αυτή ακριβώς η λανθάνουσα(;) αντίληψη της Αθήνας ως προς την τουρκική πολιτική και διπλωματική γεωπολιτική επέλαση που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα, αποτυπώνεται στην δήλωση του υφυπουργού Εξωτερικών κ. Τσιάρα, ο οποίος δήλωσε σε ερώτηση δημοσιογράφου πως «οι όποιες τουρκικές ενέργειες διεκδίκησης υφαλοκρηπίδας είναι ατελέσφορες»!!! Βέβαια, ο κ. Τσιάρας ξεχνά τις τοποθετήσεις του Νταβούτογλου σχετικά με το Καστελλόριζο που «επιπλέει» πάνω σε τουρκικά νερά (εννοώντας ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών πως η περιοχή νότια του Καστελλόριζου ανήκει στην τουρκική ΑΟΖ). Είναι το ίδιο ακριβώς πνεύμα απόλυτου παραλογισμού που καλύπτει τις συνομιλίες των «επιτροπών σοφών» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τη στιγμή που δεν έχει αρθεί το casus belli της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα!
Εν κατακλείδι, η Άγκυρα σήμερα λαμβάνει θέσεις για την επόμενη ημέρα μίας ελεγχόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης με την Ελλάδα. Μία σύγκρουση η οποία θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στο Διεθνές Δικαστήριο, στο οποίο η Ελλάδα θα βρεθεί συρόμενη (και πιθανότατα με δική της βούληση) λόγω των τεράστιων λαθών της Ελληνικής πλευράς. Δυστυχώς, αυτή η φοβικότητα των Αθηνών αντανακλάται (και εν μέρει επιβάλλεται) σε όλους τους θεσμικούς παράγοντες που είναι επιφορτισμένοι με την Άμυνα και την Ασφάλεια της χώρας και οδηγεί σε μία βέβαιη εθνική ήττα και ταπείνωση, αφού ελλείψει ίσου βάρους (και παραλογισμού) επιχειρημάτων – απαιτήσεων θα εξαναγκαστεί να μοιραστεί την Ελληνική ΑΟΖ και να ικανοποιήσει τα πιο τρελά όνειρα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, όμως, θα συμπαρασύρει και την Κύπρο, η οποία θα βρεθεί αποκλειστικά μόνη (έχει ήδη αρχίσει να εισέρχεται στο στάδιο αυτό), αφού οι πολιτικές της ηγεσίες ποτέ δεν φρόντισαν να ενισχύσουν τους φόβους της Άγκυρας, αλλά αντίθετα, λειτούργησαν αποδομητικά -σε όλα τα επίπεδα- ως προς την εξασφάλιση και την θωράκιση της άμυνας αλλά και των διεθνών κεκτημένων της μεγαλονήσου.
Μπροστά σε μία διαφαινόμενη απόλυτη διπλωματική ήττα, η Αθήνα οφείλει έστω και την ύστατη στιγμή να αναδιατάξει τους σχεδιασμούς της, μέσω ενός εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού να επικεντρωθεί στα μείζονα εθνικά ζητήματα και να ενισχύσει το διπλωματικό της οπλοστάσιο με διπλωμάτες εγνωσμένης αξίας (και όχι με κομματικούς κολαούζους ή φερέφωνα της πολιτικής διαπλοκής), ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να ανεβάσει εμφανώς τους τόνους μέσω μίας άμεσης διακοπής των ελληνοτουρκικών συνομιλιών και με προειδοποιητικά διαβήματα στον ΟΗΕ μέσω των οποίων θα καλεί την Διεθνή Κοινότητα να αναλάβει τις ευθύνες των εξελίξεων που δημιουργεί η Άγκυρα, διατρανώνοντας ταυτόχρονα και την διάθεση της Αθήνας για άμεση και απόλυτη σε ισχύ απάντηση με χρήση όλων των μέσων που διαθέτει η Ελλάδα ως χώρα.
Εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο και η Αθήνα δεν κατορθώσει να αναστείλει τις διαθέσεις καταπάτησης των Ελληνικών συμφερόντων (σε χερσαίες και θαλάσσιες περιοχές) από την πλευρά της Άγκυρας, πολύ σύντομα η Ελλάδα θα βρεθεί να μετράει τα κομμάτια της και η κυβέρνηση Σαμαρά θα οδηγηθεί σύσσωμη απέναντι στις ιστορικές, πολιτικές και ποινικές της ευθύνες…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου