Αρχίζουμε με μια διαπίστωση φαινομενικά αδιάφορη, μεγάλης όμως συμβολικής σημασίας:
Ο φονευθείς μαθητής του Δεκεμβρίου του 2008 ονομαζόταν Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος. Σύμφωνα με δημοσιευμένες τότε μαρτυρίες γνωστών του, όλοι «Αλέξανδρο» τον αποκαλούσαν. Ο «μικρός Αλέξης» όλης της Ελλάδας μοιάζει να είναι ένα άλλο πρόσωπο, με σχεδόν συμπτωματικές τις ομοιότητες. Όπως ο Αλέξανδρος έγινε «Αλέξης», έτσι ο μαθητής έγινε επαναστάτης, και ο θάνατός του χρησιμοποιήθηκε για να στηθεί ένα αποτρόπαιο πολιτικό οικοδόμημα.
Ο θάνατος, ο φόνος, του νεαρού Αλέξανδρου ήταν τραγικός, ακριβώς επειδή από πλευράς του μικρού μαθητή (και όχι του εγκληματία αστυνομικού) ήταν τυχαίος. Δεν έχασε την ζωή του ούτε «στον αγώνα», ούτε «στην αντίσταση», ούτε κατά την διάρκεια κάποιας ηρωικής πράξης, ούτε «πριν προλάβει να δώσει τις μάχες (σ.σ. ενάντια στο ‘καθεστώς’;) που θα έδινε», όπως άλλοτε εμμέσως κι άλλοτε άμεσα του αποδίδουν, μυθοποιώντας τον, κάνοντάς τον «σύμβολο» (τίνος πράγματος;). Δεν προκάλεσε ο ίδιος τον θάνατό του, κι εκεί –πέραν της ηλικίας του- έγκειται η τραγικότητα του θανάτου. Όμως ερήμην του, νεκρός ων, έγινε πρωταγωνιστής ενός «αγώνα» με τον οποίον ανάθεμα αν είχε καμία σχέση, «σύμβολο» μιας «εξέγερσης» απέναντι στο «κράτος», ο «πρώτος νεκρός» που θα ήταν «οδηγός της ελπίδας» για «της γενιάς μας τα Πολυτεχνεία» ή κάτι παρόμοιο.
Στα μέρη μου αυτό το λέμε βεβήλωση νεκρού. Αλλά δεν ιδρώνουν αφτιά με κάτι τέτοια.
Για κάποιες πολιτικές δυνάμεις ήταν «λαχείο». Στα 15-21 χρόνια σου ψάχνεις αφορμή για να ζυμωθείς πολιτικά ώστε να αντλήσεις ταυτότητα, και μια ολόκληρη φουρνιά νέων ανθρώπων «ζυμώθηκαν» από τον Δεκέμβρη του ’08: ο μήνας του πλιάτσικου εν ονόματι της σύλησης κατέστη σημείο αναφοράς για την πολιτική τους αφύπνιση, ακόμα κι αν αυτή η αφύπνιση ήταν απολύτως ασαφής και συγκροτείτο από έναν θυμό με δυσδιάκριτες στοχεύσεις και μια γενική «οργή απέναντι στο κράτος». Διότι η θεωρία ότι ο πολύ συγκεκριμένος αυτός εγκληματίας αστυνομικός «είναι το κράτος, το πραγματικό πρόσωπο του κράτους» και άρα η ενδεδειγμένη αντίδραση μετά τον φόνο είναι η συλλογική πάλη με το κράτος δεν «πάσχει» απλώς, είναι απολύτως γελοία – κι όμως, σημαντικό μέρος της νεώτερης γενιάς θεώρησε την αναγωγή απολύτως φυσιολογική, αποδεικνύοντας πόσο εύκολη είναι η χειραγώγηση.
Δεν ξέρουμε αν οι τότε αριστεριστές και σήμερα μεγαλοσχήμονες είχαν την οξύνοια να το επιδιώξουν συνειδητά ή απλώς προέκυψε, πάντως ο στόχος τους ήταν η δημιουργία ενός νέου «μύθου» για να αντικαταστήσουν την φθαρμένη μπογιά της εκούσιας παρερμηνείας του Πολυτεχνείου ως «μάχης ενάντια στο (εκάστοτε) κράτος», η οποία δεν λειτουργούσε πλέον επιτυχώς ως κάλεσμα επιστράτευσης των νεωτέρων στις τάξεις τους. Όλα αυτά, τραγικά άσχετα με το παιδί που έχασε την ζωή του. Αυτό το άλλοτε ιδιοτελές και άλλοτε αλλοπρόσαλλο τσίρκο κάθε χρόνο δεν έχει καμία –μα καμία- σχέση με την εφηβική ζωή του που χάθηκε άδικα, ενώ η γενιά μου γιορτάζει την δική της λειψή και κωμική «οκτωβριανή επανάσταση» αποδεικνύοντας ότι δεν έχει την παραμικρή ιδέα πού θέλει να πάει, και αν θέλει να πάει κάπου.
Η πολιτική παράταξη που επαίρεται πως καταδικάζει κατ’ εξοχήν τον ρατσισμό, δηλαδή τις επικίνδυνες γενικεύσεις, αποφάσισε εν μιά νυκτί ότι ο φονεύσας αστυνομικός τεκμαίρει πως όλοι οι αστυνομικοί είναι «δολοφόνοι» και «γουρούνια». Οι δάσκαλοι πήραν τους μαθητές τους σε νερατζοπολέμους εναντίον αστυνομικών τμημάτων, ώστε το κράτος να διδάξει στα βλαστάρια του διαμέσου της δημόσιας εκπαίδευσης πώς αυτοακυρώνεται. «Τα παιδιά» «τα έσπαγαν». Και η δεξιά, συντηρητική κυβέρνηση επιδόθηκε στον υπερβατικό διαλογισμό, μην και την κακοχαρακτηρίσουν.
Οι νεκροί δεν τιμώνται με την προσβολή τους
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πραγματικά κάθε δικαίωμα να αποβάλει ή να ξορκίζει την αριστερίστική του φύση, τώρα που κατέλαβε την αξιωματική αντιπολίτευση, και να καθίσταται ολοένα και πιο κεντρώος – για την ακρίβεια, αυτό είναι το ενδεδειγμένο. Μην παίζει όμως με την νοημοσύνη και την μνήμη μας: η στήριξή του στην ίδια την βία των δρόμων τότε και η θεοποίηση του πλιάτσικου σε «Εξέγερση» δεν αποτυπώθηκε μόνο στην στάση και τον δημόσιο λόγο του κόμματος και των στελεχών του, αλλά και στο περίφημο «ημερολόγιο της Αυγής» με τους «μπάτσους να καίγονται στα κλαδιά» και την άγρια χαρά με το φλεγόμενο χριστουγεννιάτικο δέντρο, διότι «έχουμε εξέγερση»: αν σήμερα τους φταίει ο γάϊδαρος, κακώς χτυπάνε το σαμάρι. Μην αναμένουν όμως από τους πολίτες να ξεχάσουν τόσο εύκολα και τόσο ανώδυνα. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε σαφέστατα και με κάθε τρόπο να οικειωθεί όλην την ασχήμια εκείνων των ημερών, να την «καπελώσει» για πολιτικό όφελος. Οι σημερινές φωνασκίες περί του αντιθέτου απλώς εκθέτουν, γελοιοποιούν.
Βέβαια, οι τέσσερις νεκροί της Marfin, αλλά και άλλοι που έχασαν την ζωή τους, δεν χρήζουν παρόμοιου μνημοσύνου από την Αριστερά: βλέπεις, αυτοί δεν είχαν την «τύχη» να τους φονεύσει «μπάτσος» – η οποία είναι η μακράν λιγότερο σκοτεινή από τις ερμηνείες αυτής της σιωπής.
Η κατ’ έτος προσβολή του νεκρού και οι προεκτάσεις που δίνονται στην «6η Δεκεμβρίου» από την γενιά «της» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συνεχίστηκε και φέτος, με διάφορα επικολυρικά κείμενα και τσιτάτα, αποδεικνύοντας ότι η κρίση δεν επέφερε, τουλάχιστον, μία κάθαρση στα κριτήριά μας. Η συλλογική μας σύγχυση συνεχίζεται – μέχρι νεωτέρας, ακάθεκτη.
Αιωνία η μνήμη του νεαρού μαθητή Αλέξανδρου, που υπήρξε όντως και φονεύθηκε άνανδρα και άδικα, ώστε να βεβηλωθεί κατόπιν επανειλημμένως. Όχι του επαναστάτη Αλέξη που δεν υπήρξε ποτέ, του συμβόλου μιας μάχης εναντίον του κράτους, του πλαστουργήματος μιας πολιτικής παράταξης. Όσοι διατηρούν σεβασμό, διασώζουν την διαφορά.
Σωτήρης Μητραλέξης-ANTINEWS
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου