Γράφει ὁ Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
Στά «Ἅπαντα περί Κολοκοτρωναίων», (Ἐκδ. ΙΔΕΒ), περιέχεται καί ὁ περίφημος λόγος τοῦ θρυλικοῦ Γέρου τοῦ Μοριά στήν Πνύκα. Δέν θά ἀναφερθῶ στόν περίφημο λόγο τοῦ στρατηγοῦ, παρακαταθήκη στό Γένος (τόν ὁποῖο φρόντισαν τά σαΐνια τοῦ πρώην Παιδαγωγικοῦ Ἰνστιτούτου νά λογοκρίνουν. Στό ἀπόσπασμα πού περιέχεται στό βιβλίο «Γλώσσας» Στ’ Δημοτικοῦ, β’ τεῦχος, σέλ. 105, ἀφαιρέθηκε τό σημεῖο, στό ὁποῖο ὁ Κολοκοτρώνης περιγράφει τά δεινά της Τουρκοκρατίας: «Καί ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καί ἔκαμαν ὅ,τι μποροῦσαν διά νά ἀλλάξει ὁ λαός τήν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλούς ἀνθρώπους, ἀλλ’ ἐστάθη ἀδύνατο νά τό κατορθώσουν. Τόν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τόν σταυρόν τόν ἔκαμε...»).
Στόν προαναφερθέντα τόμο, μετά τό τέλος τοῦ Λόγου, παρατίθεται μιά ὑποσημείωση. Ἀντιγράφω: «Ὁ Λόγος τοῦ Κολοκοτρώνη εἰς Πνύκα κατεγράφη ἀπό τόν γυμνασιάρχη Γεώργιο Γεννάδιο, δημοσιεύτηκε δέ στόν “Αἰώνα”, 13 Νοε 1838, μέ τήν σημείωση: “Κατά τήν 7 Ὀκτωβρίου ὁ στρατηγός Θ. Κολοκτρώνης, Σύμβουλος ἐν ἐνεργεία, ἐπισκεφθεῖς τό Ἑλληνικόν Γυμνάσιον τῆς καθέδρας, ἠκροάσθη μίαν καί....
ἠμισειαν ὥρα τόν πεπαιδευμένον Γυμνασιάρχην κ. Γεννάδιον παραδίδοντα. Ἐνθουσιασθεῖς καί ἀπό τήν παράδοσιν καί ἀπό τήν θέαν τοσούτων μαθητῶν, εἶπε πρός τόν κ. Γεννάδιον, τήν ὁποία συνέλαβεν ἐπιθυμίαν του νά ὁμιλήση, εἰ δυνατόν, καί ὁ ἴδιος πρός τούς νέους μαθητᾶς.
Τήν πρότασίν του αὐτήν ἀπεδέχθη ὁ κ. Γυμνασιάρχης μέ τήν μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν καί προσδιώρισε τήν 10 ὥραν τῆς ἐπιούσης ὡς ἡμέρας ἐορτασίμου». Καί ἐπειδή μαζεύτηκε ὅλη ἡ Ἀθήνα, λόγω στενότητας τοῦ Γυμνασίου, ὁ Κολοκοτρώνης μίλησε στήν Πνύκα.
Τόν λόγο τοῦ Κολοκοτρώνη τόν διάβασα καί τόν δίδαξα πολλές φορές στούς μαθητές μου. Ἐξαίσιο μάθημα πατριδογνωσίας. Τίς προάλλες πού ἀναφέρθηκα στήν τάξη στόν θάνατο τοῦ ἥρωα (4 Φεβρουαρίου 1843), «σκόνταψα» στήν ὑποσημείωση. Γιατί μίλησε ὁ Κολοκοτρώνης; Τί τόν παρακίνησε καί τόν ἐνθουσίασε; Μά ἡ παράδοση τοῦ «πεπαιδευμένου Γυμνασιάρχη κ. Γενναδίου». (Τί ὡραία, τί ρωμαλέα στιγμή! Νά διδάσκει ὁ δάσκαλος καί ἀνάμεσα στούς μαθητές τό ἀθάνατο ’21. Γι’ αὐτό φροντίζω πάντα νά ἔχω ἀναρτημένη στήν τάξη μου τήν εἰκόνα του).
Ποιός εἶναι αὐτός ὁ δάσκαλος, πού μᾶς κληροδότησε τόν Λόγο καί προκάλεσε τόν θαυμασμό τοῦ Κολοκοτρώνη; Πρόκειται γιά τόν «Μέγα διδάσκαλον τοῦ Γένους, ἐπονομασθέντα Σωτήρα τῆς Πατρίδος», Γεώργιο Γεννάδιο. (Τά ὅσα ἀκολουθοῦν στηρίζονται κυρίως σέ ἄρθρο τοῦ Ε. Φωτιάδη, στόν Λεξικό τοῦ «Ἡλίου», τόμ. 5, σέλ. 83-87, Ἀθήνα 1948). Ἐπειδή, ἐν πρώτοις, ὑποστηρίζω τό παλαμικό «σχολεῖο ἴσον δάσκαλος» καί ὄχι «πρῶτα ὁ μαθητής», ὅπως διατυμπανίζει τό ὑπουργεῖο καί ἀκολουθῶ τήν «δασκαλοκεντρική», ἤ καλύτερα «χριστοκεντρική» μέθοδο διδασκαλίας, καί ὄχι τίς φραγκοθεωρίες μέ τίς περίεργες ὀνομασίες «ὁμαδοσυνεργατική» καί λοιπά, παραθέτω λίγα ἀπό τόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ ἐπιφανοῦς Δασκάλου, γιά νά καταλάβουμε καί ἐμεῖς οἱ τωρινοί δάσκαλοι ὅτι, «Κι ἄν εἶναι πλῆθος τ’ ἄσχημα /κι ἄν εἶναι τ’ ἄδεια ἀφέντες /φτάνει μιά σκέψη, μιά ψυχή,/ φτάνει ἐσύ, ἐγώ φτάνω,/ νά δώσει νόημα/ στόν πολλῶν τήν ὕπαρξη/ Ἕνας φτάνει», ὅπως μας καί κανοναρχεῖ ὁ Κωστής Παλαμᾶς.
Γεννήθηκε στά Δολιανά τό 1789. Λαμβάνει ξεχωριστή παιδεία σέ σχολές τῆς πατρίδος καί τοῦ ἐξωτερικοῦ. «Ἠτο ἀνήρ ἀνεξάρτητός το φρόνημα, ἀφιλοκερδής, ἀξιοπρεπής, θυμόσοφος, πλήρης φαιδρότητος καί λεπτοτάτης σωκρατικῆς εἰρωνείας, μεγάλης ἐπιβολῆς, εὐρείας παιδείας καί φιλοπατρίας». Τό 1817 εὑρίσκεται στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας καί διδάσκει στήν ἐκεῖ «Ἑλληνικήν Σχολήν». Κάποτε ἐπισκέφτηκε τήν σχολή ὁ τσάρος Ἀλέξανδρος συνοδευόμενος ἀπό τόν Καποδίστρια. Ἐνθουσιασθεῖς ὁ τσάρος ἀπό τά προσόντα τοῦ Γενναδίου, τοῦ προτείνει τήν ἀπονομή τίτλου εὐγενείας καί δή τοῦ βαρόνου. Ἀπαντᾶ ὁ Δάσκαλος: «Ἄν ἠμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀρχισωμεν γινόμενοι βαρόνοι, κίνδυνος εἶναι μή τινές ἀποβάλλοντες τό «βᾶρ» μείνωσιν… «ὄνοι». (Θυμήθηκα ἕνα βιβλίο τοῦ Χρ. Πασαλάρη: «οἱ βαρόνοι τῶν media»…)
Τό 1820 διδάσκει στό Βουκουρέστι, ἡ διδασκαλία τοῦ «ἀπέβλεπε εἰς τήν μόρφωσιν πατριωτικοῦ αἰσθήματος ἡρώων μᾶλλον ἤ μαθητῶν». Ἀπ’ αὐτές τίς αἴθουσες βγῆκε ὁ Ἱερός Λόχος. Στό τελευταῖο του μάθημα, θά πεῖ: «Ἠλθεν ἡ ὥρα νά δείξετε πρός τόν κόσμον, ὅστις σᾶς κοιτάζει, καί πρός τήν πατρίδα, ἥτις ἐλπίζει ἀπό σας, ὅτι εἶσθε γνήσια τέκνα αὐτῆς. Ἠλθεν ἡ ὥρα νά δείξετε τήν εὐγνωμοσύνην σας πρός τήν πατρίδα, ἥτις σᾶς ἐγέννησε καί νά προσφέρετε ἐλάχιστον πράγμα, ἀντί τῆς μεγίστης εὐεργεσίας: ὅτι σᾶς ἔκαμεν Ἕλληνας, νά προσφέρετε τήν ζωήν σᾶς ὑπέρ αὐτῆς. Ἀφοῦ σᾶς ἔδωσε τήν ζωήν, τώρα σᾶς προτείνει τήν ἀθανασίαν. Πρόγονοι καί πατέρες 3000 ἐτῶν, ἥρωες, μάρτυρες, σοφοί, στρατηλᾶται, σᾶς κοιτάζουν ἀπό τόν οὐρανόν, διά νά ἰδοῦν ἄν θά φανῆτε ἄξιοι αὐτῶν καί τῆς Πατρίδος. Τῶν Θερμοπυλῶν, τοῦ Μαραθῶνος, τῆς Σαλαμίνος, τῶν Πλαταιῶν αἵ ψυχαί σᾶς νεύουν καί σᾶς ἐνθαρρύνουν. Τοῦ Ἱεροῦ Λόχου τῶν Θηβῶν οἱ ἀδελφοί σας σᾶς φωνάζουν: Μή μᾶς ἀτιμάσετε! Μιμηθῆτε μας! Σᾶς περιμένομεν μέ ἀγκάλας ἀνοικτᾶς. 4 αἰώνων Τουρκοκρατίας ἥρωες καί μάρτυρες, ἡ ἀθάνατη κλεφτουριά, ἱεράρχαι, ἄρχοντες, διδάσκαλοι, σᾶς φωνάζουν: Μάχεσθε ὑπέρ Πίστεως καί Πατρίδος! Τῶν παλαιῶν Ἀθηνῶν οἱ νέοι σας προσκαλοῦν νά ὁρκισθῆτε τόν ὅρκο ἐκείνων. Γονατίσατε καί ὁρκισθῆτε! Οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τά ἱερά. Παιδιά τῆς Πατρίδος φανῆτε ἄξιοί των πατέρων σας. Ἐφθασεν ἡ στιγμή. Σᾶς παρακαλεῖ ἡ Πατρίς νά τήν ἐλευθερώσετε καί νά ἀπαθανατισθῆτε». Ἔπειτα τούς φίλησε ὅλους καί ἔκλεισε τήν σχολή.
Τό 1826 τόν βρίσκουμε στό Ναύπλιο, λίγο μετά τήν Ἔξοδο τοῦ Μεσολογγίου. Γράφει ὁ Φωτάκος: «Κλαυθμός καί ὀδυρμός, ἐγίνετο καθ’ ὅλην τήν Ἑλλάδα καί ἀπό τήν ξηράν καί ἀπό τήν θάλασσαν…». Ἡ Ἐπανάσταση κινδύνευε. Τήν 8η Ἰουνίου ὁ Γεννάδιος καλεῖ στό Ναύπλιο τόν λαό «εἰς ὑπέρτατον ἀγώνα ὑπέρ σωτηρίας τῆς Ἑλλάδος». Ὁ αὐτήκοος καί αὐτόπτης Ἇλ. Ραγκαβής, στά ἀπομνημονεύματά του, μεταφέρει τήν σκηνή καί τά λόγια τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους. «Ἡ πατρίς καταστρέφεται, ὁ ἀγών ματαιοῦται, ἡ ἐλευθερία ἐκπνέει. Ἀπαιτεῖται βοήθεια σύντονος. Πρέπει οἱ ἀνδρεῖοι οὗτοι, οἵτινες ἔφαγον πυρίτιν καί ἀνέπνευσαν φλόγας καί ἤδη ἀργοί καί λιμώττοντες μᾶς περιστοιχίζουν, νά σπεύσωσιν ὅπου νέος κίνδυνος τούς καλεῖ. Πρός τοῦτο ἀπαιτοῦνται πόροι καί πόροι ἐλλείπουσιν. Ἀλλ’ ἄν θέλωμεν νά ἔχωμεν πατρίδα, ἄν εἴμεθα ἄξιοι νά ζῶμεν ἄνδρες ἐλεύθεροι, πόρους εὐρίσκομεν. Ἅς δώση ἕκαστος ὅ,τι ἔχει καί δύναται. Ἰδού ἡ πενιχρά προσφορά μου. Ἅς μέ μιμηθεῖ ὅστις θέλει. Καί ἐπικροτοῦντος τοῦ πλήθους ἐκένωσε κατά γῆς τό ἰσχνόν διδασκαλικόν βαλάντιόν του…
Ἀλλά ὄχι, ἐπανέλαβε μετ’ ὀλίγον, ἡ συνεισφορά αὕτη εἶναι οὐτιδανή. Ὀβολόν ἄλλον δέν ἔχω νά δώσω, ἀλλ’ ἔχω ἐμαυτόν καί ἰδού τόν πωλῶ. Τίς θέλει διδάσκαλον ἐπί τέσσαρα ἔτη διά τά παιδιά του; Ἅς καταβάλη ἐνταύθα το τίμημα». Τί μεγαλεῖο! Τέσσερα χρόνια «ἰδιαίτερα» καί τό ἀντίτιμο γιά τήν πατρίδα. Μπῆκαν στό φιλότιμο οἱ φτωχοί Ἕλληνες, πρόσφεραν ὅ,τι εἶχαν, ἀκόμη καί τούς «νυφικούς δακτυλίους» οἱ γυναῖκες, καί σώθηκε ἡ Ἐπανάσταση, γιατί μέ τά χρήματα καί τά τιμαλφῆ ἐξοπλίστηκε ὁ στρατός τοῦ Καραϊσκάκη. (Ὁ Κολοκοτρώνης μετά ἀπό αὐτό τόν ὀνόμαζε «πατέρα μας, πατέρα τῆς πατρίδος, ἅγιο ἄνθρωπο»). Ὑπάρχουν καί ἄλλα πολλά, σπουδαῖα καί ἡρωικά, πού ἔπραξε ὁ «ἅγιος» αὐτός Δάσκαλος τοῦ Γένους. Μέχρι τήν θανή του, τό 1854, πού τόν βρίσκει «πρόεδρο τῆς Ἐπαναστατικῆς Ἐπιτροπῆς τῶν Ἠπειρωτῶν», στήν ἐκεῖ ἐκραγεῖσα ἐπανάσταση, διδάσκει, ὄχι μέ λόγια παχιά καί «κούφια καρύδια», ἀλλά μέ τόν βίο του. (Σημειωτέον ὅτι πέθανε ἀπό τήν χολέρα πού «ἔφεραν» οἱ Φράγκοι τό 1854 στόν Πειραιά).
Λέμε ὅτι τό πετραχήλι τοῦ Πατροκοσμᾶ καί τό καριοφίλι τοῦ Κολοκοτρώνη μᾶς ἀπελευθέρωσαν. Ἅς προσθέσουμε ὅμως καί τό κοντύλι τοῦ Γενναδίου. Αὐτό εἶναι τό «ἐμεῖς» τοῦ Μακρυγιάννη….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου