ataktesfones@gmail.com

Δευτέρα 20 Μαΐου 2013

20 Μαΐου 1825. Ὁ Παπαφλέσσας τιμᾶ τὸν ὅρκο του καὶ πέφτει ὑπὲρ Πατρίδος!


Παπαφλέσσας ἦταν ἕνας πολὺ δυναμικὸς ἄνθρωπος. Ἐὰν δὲν ἦταν αὐτός, πολὺ πιθανὸν νὰ μὴν εἶχαν καταφέρῃ οἱ παπποῦδες μας νὰ πραγματοποιήσουν τὴν ἐπανάστασι.

Ἦταν ὅμως ὁ Παπαφλέσσας ἄνθρωπος τῶν ἄκρων. Τῶν πολὺ ἄκρων.

Ἄν καὶ πολέμησε μὲ πάθος κι αὐταπάρνησι γιὰ τὴν ἐλευθερία μας, ὅταν ἄρχισαν νὰ φτάνουν τὰ χρήματα τῶν δανείων ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ μπαίνῃ στὸ παιχνίδι τῆς μοιρασιᾶς.

Γράφει ὁ Φωτιάδης: «Στ’ ἀναμεταξὺ εἶχε βυθιστῇ στὶς πολιτικὲς δολοπλοκίες καὶ στοὺς ἐμφυλίους ἔως τὸν λαιμό. Εἶχε κατεβῇ καὶ τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς σκάλας τοῦ κακοῦ…» γιὰ τὸν Παπαφλέσσα. Κι ὄχι μόνον ὁ Φωτιάδης.

Ὁ Παπαφλέσσας ἔδωσε πολλὰ στὴν ἐπανάστασι. Μὰ ἔδωσε καὶ πολλὰ στὶς δολοπλοκίες.

Τὰ στερνὰ ὅμως τιμοῦν τὰ πρῶτα, λέει ὁ λαός μας. Κι ἔτσι εἶναι.

Ὅταν διεπίστωσε πὼς ἡ κυβέρνησις Κουντουριώτου-Μαυροκορδάτουσχεδίαζε νὰ παραγγείλῃ μισθοφόρους στὴν Ἀμερικὴ γιὰ νὰ πολεμήσῃ τὸν Ἰμπραήμ, ἐφ’ ὅσον ὅλους τοὺς δικούς μας στρατιωτικοὺς τοὺς εἶχε φυλακισμένους, πρῶτος ὁ Παπαφλέσσας σηκώθηκε καὶ φώναξε νὰ τοὺς ἐλευθερώσουν. Μά ποιός νά τόν ἀκούσῃ;

Ἤδη ὁ Κουντουριώτης εἶχε διορίσῃ στρατάρχη τὸν Ὑδραῖο Κυριάκο Σκούρτη. Ὅμως ὁ Σκούρτης δὲν κατάφερε νὰ ἀντιταχθῇ στὸν Ἰμπραήμ καὶ ἤδη 2000 ἄντρες εἶχαν παραδοθῇ στὸν ἐχθρό, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποσυρθῇ ἡ κυβέρνησις στὴν Ὕδρα.. ἀπὸ θλίψι!

Ποιόν λοιπόν θά ἔπειθε;

Ὅμως αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀποτυχία δυνάμωσε τὴν Βουλὴ.

Μαζύ του στἀθηκαν ὁ ἐπίσκοπος Βρεσθένης, πρόεδρος τότε τῆς Βουλῆς, ὁ Κωνσταντῖνος Μαυρομιχάλης καὶ ὁ Α. Σπηλιωτάκης.

Τελικῶς τοῦ δίδουν τὴν ἀρχιστρατηγεία γιὰ νὰ πολεμήσῃ τὸν Ἰμπραήμ.



Ξεκινᾶ νὰ ἀλληλογραφῇ μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν διαφόρων στρατιωτικῶν σωμάτων γιὰ νὰ τρέξουν νὰ τὸν βοηθήσουν.

Κατέφθασαν ἀρκετοί, ἀλλὰ κι αὐτὸς δὲν στεκόταν κάπου ἀκίνητος. Γυρνοῦσε στὰ χωριὰ κι ἔλεγε, ἔλεγε… Κι ἔπειθε, ἔπειθε…

Στὸ μεταξύ, λαμβάνει εἰδοποίησι πὼς ἀμνηστεύθησαν οἱ φυλακισμένοι. Ἀλλὰ συνεχίζει.

Ἀναζητᾶ κατάλληλον θέσι γιὰ νὰ προετοιμάσῃ ἀναλόγως καὶ νὰ δεκτῇ τὸν Ἰμπραήμ. Τοὺ ὑποδεικνύουν δύο χωριά. Τὸ ἕνα ἦταν τὸ Μανιάκι.

Στὶς 19 Μαΐου τοῦ 1825 ξεκινοῦν νὰ φτιάχνουν ταμπούρια. Ὁ Παπαφλέσσας κράτησε τὸ κεντρικὸ γιὰ τὸν ἑαυτόν του καὶ μοίρασε τὰ ἄλλα δύο στοὺς Δημήτρη Φλέσσα καὶ στὸν Πιέρο Βοϊδῆ, ποὺ ὅμως μαζύ τους στάθηκαν κι ἄλλοι, πολλοὶ καπεταναῖοι. Ὅμως τὰ ταμπούρια αὐτὰ δὲν ὁλοκληρώθησαν ὅπως θὰ ἔπρεπε, διότι στὸ μεταξὺ ἐφάνῃ ἀπὸ μακριὰ ὁ Ἰμπραήμ.

Τὸ στράτευμα τῶν ἐχθρῶν πολυπληθέστατον, «τὸ ὁποῖον ἐσκέπασεν ὅλον τὸν τόπο», κατὰ τὸν Φωττάκο.

Ὁ Παπαφλέσσας ἔδιωξε τοὺς ἐμπίστους του, ἐκτὸς τοῦ Μιχαῆλ Σταϊκοπούλου κι ἑτοιμάστηκε.

Ὅμως στὴν θέα τόσου στρατοῦ οἱ περισσότεροι καπεταναῖοι ἀποφασίζουν νὰ φύγουν. Πρῶτος ἀπεχώρησε ὁ Σταυριανὸς Καπετανάκης κρυφά, Ὅσοι τὸν εἶδαν τὸν ἠκολούθησαν. Περίπου χίλιοι ἀνεχώρησαν.

Στὸ μεταξὺ τὸ ἱππικὸ τῶν ἐχθρῶν ξεκινᾶ τὶς ἐπιθέσεις κι ὁ Φλέσσας, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ ὁ Φωτάκος, βγάζει πύρινο λόγο στὰ παλληκάρια ποὺ ἀπέμειναν καὶ ἦταν κάτω ἀπὸ χίλια. Μὰ κι αὐτοὶ ποὺ ἀπέμειναν ἀνεζήτουν τρόπους διαφυγῆς, ἀντιλαμβανόμενοι τὴν παγίδα ποὺ ἐντός της εἶχαν κλειστῇ. Γκρινιάζουν…

Ὁ Παπαφλέσσας βάζει τὶς φωνές. «Περιμένουμε κι ἄλλους, πολλούς»,ἔλεγε…
Κάποιοι ντρέπονται κι ἐπιστρέφουν στὶς θέσεις τους. Ὁ Βοϊδῆςμάλλιστα εἶπε: «Πᾶμε εἰς τὰ ταμπούρια μας κι ὅποιος θὰ μείνῃ γιαμά, ἄς ἀκούῃ τῶν γυναικῶν τὰ μοιρολόγια».

Παναγιώτης Κεφάλας, μαζὺ μὲ μερικοὺς ἄλλους ποὺ ξεκίνησαν ἐκείνην τὴν στιγμὴ νὰ φύγουν, κομματιάστηκαν ἔτσι, δωρεάν.

Ἡ ἐπίθεσις ξεκίνησε. Ὁ Ἰμπραὴμ εἶχε στήσῃ, πρὶν τὴν μάχη, 2000 ἄντρες του στὰ μετόπισθεν τῶν δικῶν μας. Ἔτσι, νὰ κάθονται. Καὶ τὸ ἱππικό του σὲ κατάστασιν ἀναμονῆς.

Ἡ πρώτη ἐπίθεσις ἀπεκρούσθῃ. Ἡ δευτέρα ἐπίσης.

Καθ’ ὅσον ἐτοιμάζονταν γιὰ τὴν τρίτη ἐπίθεσιν φθάνει ὁ Πλαπούταςκαὶ κτυπᾶ ἀπὸ τὶς πλάτες τοῦ ἐχθροῦ.

Ἀκολουθοῦν ἄλλες τέσσερις ἐπιθέσεις, πιὸ ἰσχυρές.

Στὴν τετάρτη ἐπίθεσιν εἰσβάλλουν στὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα. Τρέχει ὁ ἀνηψιός του Δημήτριος Φλέσσας νὰ τὸν βοηθήσῃ κι ὁ Παπαφλέσσας τὸν στέλνει πίσω. Ἐπιστρέφοντας βρίσκει τὸ δικό του ταμπούρι γεμάτο ἐχθρούς. Πέφτει στὴν μάχη καὶ σκοτώνεται.

Πόσους εἶχε μαζύ του; Πόσοι κατάφεραν, ἐάν κατάφεραν νά γλυτώσουν;

Τὸ ταμπούρι τοῦ Παπαφλέσσα «ἐκκαθαρίστηκε» δεύτερο.

Τὸ τρίτο ταμπούρι, τοῦ Βοϊδῆ, κατελήφθῃ τελευταῖο.

Κάποιοι ὅμως κατάφεραν νὰ διαφύγουν, ἐπάνω στὴν φωτιὰ τῆς μάχης, καὶ ἔτρεξαν νὰ βγοῦν στὸ παράπλευρο ῥέμα. Μόλις 150, ἀπὸ τοὺς σχεδὸν χιλίους. Πίσω τους οἱ τοῦρκοι κι ἐμπρός τους ἐπίσης οἱ Τοῦρκοι. Οἱ στρατιῶτες τοῦ Ἰμπραῆμ ποὺ εἶχαν τεθῆ στὶς πλᾶτες τῶν δικῶν μας. Ἀπολύτως ἐκπαιδευμένοι, σὰν τακτικὸς στρατὸς ποὺ ἦταν.

Ἀποφασίζουν νὰ «σκίσουν» τὸ ἐμπόδιον ποὺ τοὺς ἔκλεινε τὸν δρόμο.

Κάποιοι ξεφεύγουν. Λίγο πιὸ κάτω τοὺς βρῆκε τὸ ἱππικό.

Ἐλάχιστοι γλύτωσαν. Ἐλάχιστοι.

Ὅταν τελείωσε ἡ μάχη ὁ Ἰμπραὴμ ζήτησε νὰ τοῦ βροῦν τὸν Παπαφλέσσα. Τὸν βρῆκαν, ἀλλὰ τὸ κεφάλι ἀπουσίαζε. Τὸ ἀναζητοῦν, τὸν δένουν σὲ ἕνα δέντρο, τοῦ κολλοῦν καὶ τὸ κεφάλι κι ἐστάθῃ νὰ τὸν παρατηρῇ.

Ἔπειτα ἐγύρισε καὶ εἶπε στοὺς ἀξιωματικούς του:

«τῷ ὄντι αὐτὸς ἦτο ἱκανὸς καὶ γενναῖος ἄνθρωπος καὶ καλλίτερον ἦτο νὰ ἐπαθέναμε ἄλλην τόσην ζημίαν, ἀλλὰ νὰ τὸν ἐπιάναμεν ζωντανόν, διότι πολὺ ἤθελε μᾶς χρησιμεύσει.»

Ἀμέσως μετὰ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ σκοτώσουν ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους.

Μιχαὴλ Σταϊκόπουλος μόνον γλύτωσε, διότι τὸν ἔσωσαν οἱ Σεχνετζιπαῖοι Τοῦρκοι, ποὺ τὸν ἐγνώριζαν ἀπὸ τὴν Τρίπολι κι ὁ Δημήτρης, ἀγνώστων λοιπῶν στοιχείων, ὁ σημαιοφόρος τοῦ Παπαφλέσσα.

Αὐτὸς ὅταν εἶδε πὼς χάνεται ἡ μάχη ἔσκισε τὸν σταυρὸ ἀπὸ τὴν σημαία, τὴν ἔζωσε στὸ ζωνάρι του καὶ χύθηκε μέσα ἀπὸ τὴν τουρκιά. Γιὰ κάποιον ἀνεξήγητο λόγο κατάφερε καὶ πέρασε δίχως νὰ τὸν ἐνοχλήσῃ κάποιος.

Φιλονόη.

Υ.Γ. Οἱ νεκροί, κατὰ τὰ ἀρχεῖα τοῦ Ἰμπραῆμ, ἦταν 800 Ἕλληνες καὶ 1200 τοῦρκοι. Ὁ Νικηταρᾶς, ἄν καὶ ξεκίνησε, δὲν πρόλαβε τὴν μάχη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου