Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιὸς, Δάσκαλος Κιλκὶς
«Δὲν ἤθελα χρήματα καὶ βιό, ἤθελα συντάμα διὰ τὴν πατρίδα μου, νὰ κυβερνηθεῖ μὲ νόμους καὶ ὄχι μὲ τὸ ἔτζι θέλω»
Μακρυγιάννης
«Δὲν ἤθελα χρήματα καὶ βιό, ἤθελα συντάμα διὰ τὴν πατρίδα μου, νὰ κυβερνηθεῖ μὲ νόμους καὶ ὄχι μὲ τὸ ἔτζι θέλω»
Μακρυγιάννης
Ἐνῶ τὰ τωρινὰ ἀπολειφάδια πράττουν καὶ ἐπιζητοῦν τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἤθελε ὁ στρατηγός. Χρήματα καὶ βιὸς καὶ τὸ «συντάμα» ποδοπατημένο. Δὲν ὑπάρχει ἄρθρο τοῦ Συντάγματος ποὺ νὰ μὴν τὸ ἔχουν παραβεῖ οἱ μνημονιακοὶ κακεργέτες. «Ὁ θεμελιακὸς γραπτὸς νόμος τοῦ κράτους, ποὺ καθορίζει τὴ μορφὴ τοῦ πολιτεύματος καὶ ρυθμίζει τοὺς βασικοὺς κανόνες λειτουργίας του», τὸ Σύνταγμα, κατάντησε… σύντριμμα, ἐρείπιο. Τί ὁρίζει τὸ ἄρθρο 1; Ὅτι οἱ «ὅλες οἱ ἐξουσίες πηγάζουν ἀπὸ τὸ Λαό, ὑπάρχουν ὑπὲρ αὐτοῦ καὶ τοῦ Ἔθνους καὶ ἀσκοῦνται ὅπως ὁρίζει τὸ Σύνταγμα».
Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Λαὸς στὴν νεοεκλεγμένη κυβέρνηση, ἀλλὰ καὶ στὶς προηγούμενες, μὲ πρώτη του καντιποτένιου ΓΑΠ, νὰ λάβει τὰ φρικώδη μέτρα ποῦ τὸν ἐξαθλιώνουν; Ὄχι. Ὁ νῦν θλιβερὸς πρωθυπουργὸς μιλοῦσε γιὰ ἐπαναδιαπραγμάτευση, ἐκβιάζοντας τὸν λαὸ γιὰ ἐπερχόμενο ὄλεθρο καὶ καταστροφὴ καὶ τώρα ἐκλιπαρεῖ γονυπετῶς γιὰ μία ψωροεπιμήκυνση, συνεχίζοντας τὴν....
Ἔδωσε ἐντολὴ ὁ Λαὸς στὴν νεοεκλεγμένη κυβέρνηση, ἀλλὰ καὶ στὶς προηγούμενες, μὲ πρώτη του καντιποτένιου ΓΑΠ, νὰ λάβει τὰ φρικώδη μέτρα ποῦ τὸν ἐξαθλιώνουν; Ὄχι. Ὁ νῦν θλιβερὸς πρωθυπουργὸς μιλοῦσε γιὰ ἐπαναδιαπραγμάτευση, ἐκβιάζοντας τὸν λαὸ γιὰ ἐπερχόμενο ὄλεθρο καὶ καταστροφὴ καὶ τώρα ἐκλιπαρεῖ γονυπετῶς γιὰ μία ψωροεπιμήκυνση, συνεχίζοντας τὴν....
πεπατημένη τῶν περικοπῶν, προγραφῶν καὶ ἀπαγχονισμῶν.
Τοῦ δόθηκε ἐντολὴ νὰ συνεχίσει τὴ δήωση τοῦ λαοῦ; Ὄχι.
Στὸ ἄρθρο 4 (πάρ. 5) διαβάζουμε; «Οἱ Ἕλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρὶς διακρίσεις στὰ δημόσια βάρη, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τους». Οἱ ὁριζόντιες περικοπές, ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, συνάδουν μὲ τὴν συνταγματικὴ πρόβλεψη περὶ ἀναλογίας τῶν βαρῶν; Ὄχι.
Στὸ ἄρθρο 21 (πάρ. 2) τὸ Σύνταγμα προβλέπει εἰδικὴ φροντίδα καὶ προστασία ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ τὶς πολύτεκνες οἰκογένειες καὶ τοὺς ἀνάπηρους. Οἱ μειώσεις τῶν ψιχίων -ἐπιδομάτων, ἡ κατάργηση τῶν ὅποιων φοροαπαλλαγῶν, συμφωνοῦν μὲ τὴν συνταγματικὴ πρόνοια; Ὄχι.
Τὸ περίφημο ἄρθρο 16 (πάρ. 2), στὸ ὁποῖο θὰ ἐπιμείνουμε, ὁρίζει: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ Κράτους καὶ ἔχει σκοπὸ τὴν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματικὴ καὶ φυσικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδηση καὶ τὴ διάπλασής τους σὲ ἐλεύθερους καὶ ὑπεύθυνους πολίτες». Ἂς ξεκινήσουμε μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, τὴν καλλιέργεια αἰσθήματος φιλοπατρίας.
Τηρεῖται, λοιπόν, τὸ Σύνταγμα ἢ εἴμαστε στὸ «ἔτζι θέλω», στὴν κατάλυσή του, ὅταν διδάσκουμε στὰ σχολεῖα:
«Νοστιμίζει τὸ σέλινο τὴ φασολάδα καὶ στὴ μέση δύο λάμδα φοράει ἡ πατρίδα μας ἡ Ἑλλάδα», ὡς ὁρισμὸ τῆς πατρίδα μας στὴ Β’ Δημοτικοῦ (σέλ. 43, α' τ. τετραδίου ἐργασιῶν).
«Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο! Κι ἐμεῖς πήγαμε καὶ κρυφτήκαμε στὸ ὑπόγειο». Εἶναι ὁ τίτλος τρισάθλιου, προδοτικοῦ κειμένου τῆς Ἐ’ δημοτικοῦ γιὰ τὴν Ἐποποΐα τοῦ ’40. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ, ὅταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος; Τρύπωσε στὰ ὑπόγεια; (Γλώσσα, α’ τεῦχος, σέλ. 44-45λ).
Προάγεται ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, ὅταν στὴν Στ’ Δημοτικοῦ διδάσκεται ὁ ἡρωισμὸς μέσω μία γάτας τῆς «Σόνιας»; (β’ τεῦχος, σέλ. 62-63-64).
Εἶναι συνταγματικῶς πρέπον, μὰ καὶ λογικό, νὰ καλοῦνται οἱ δύσμοιροι μαθητὲς νὰ γράφουν μία ἱστορία στὴν ὁποία πρωταγωνιστοῦν ὁ Καραγκιόζης, ἡ Κοκκινοσκουφίτσα καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ὅπως αὐτὸ καταγράφεται στὸ «τετράδιο ἐργασιῶν» τῆς Γλώσσας Στ’ Δημοτικοῦ; (β’ τ. σὲλ 39). Πῶς θὰ σεβαστοῦν οἱ μαθητὲς τὴν ἐθνική μας σημαία, ὅτι σπιλώνουμε καὶ ἐξευτελίζουμε τὶς «σημαῖες» τῆς ἱστορίας μας;
Ὅταν στὰ «Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας» Α’ Γυμνασίου, διαβάζουν τὰ παιδιὰ ὅτι «ἦταν ἡ Ἑλλάδα μία γυναίκα τόσο προκλητικὴ σεξουαλικά, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐρωτευτῶ σωματικὰ καὶ ἀπελπισμένα»; (σέλ. 124). Ὅταν στὴν ἴδια τάξη, στὸ βιβλίο Γλώσσας, στὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ παράσταση» (σέλ. 82), γελοιοποιεῖται ἡ 25η Μαρτίου; Νὰ διαβάζουν οἱ μαθητὲς ὅτι «ὁ Βαγγελάκης ποὺ ἔκανε τὸν Μπότσαρη, ἔσκυβε καὶ φαινόταν τὸ σώβρακό του καὶ γελοῦσαν τὰ κορίτσια», τοῦ Βαγγελάκη «ποὺ εἶχε τὴν ἐθνικὴ γιορτή του». Αὐτὸ εἶναι τὸ ’21; Ὁ ἀετὸς τοῦ Σουλίου, ὁ Μάρκος, εἶναι γιὰ νὰ «σπᾶμε πλάκα»;
Ἢ στὴ Β’ Γυμνασίου μὲ τὸν ἴδιο χαζοχαρούμενο, ἀνθελληνικὸ τρόπο νὰ ἀντιμετωπίζεται ἡ 25η Μαρτίου σὲ κείμενο μὲ τίτλο «ἀρχίζουμε πρόβες γιὰ τὴν ἐθνικὴ γιορτή», στὸ ὁποῖο διαβάζουμε ὅτι τὸ ρεπερτόριο θὰ’ ναὶ τὸ συνηθισμένο: «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι καὶ δώσ’ του» καὶ θὰ σχεδιάσουν σκηνικὰ «γιὰ κάτι Κολοκοτρώνηδες καὶ κάτι σημαῖες καὶ δάφνες ἀπὸ μία τάξη… βλαμμένη».
Ἐνῶ σ’ ὅλο τὸ κείμενο ὁ ἀφηγητὴς- μαθητής, ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὶς χαμένες ὧρες τῶν μαθημάτων (τετράδιο ἐργασιῶν, σὲλ 33-36). Μὲ τέτοιες ἀθλιότητες θὰ ἐμφυσήσεις ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τὴν ματοκυλισμένη ἱστορίας μας;
Καὶ σὰν νὰ ἀκούω τὸν στρατηγὸ Μακρυγιάννη, νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν κατάντιά μας «ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁπού γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσει εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη».
Ὅταν χάνεται ἡ «σέβαση εἰς τὴν πατρίδα», ποὺ λευτερώθηκε μὲ τόσες θυσίες καὶ τόσα αἵματα, τότε περίμενε τὰ ἀσκέρια τῶν τυράννων. Ἂς μὴν ἀποροῦμε γιὰ τὰ σκύβαλα ποὺ ἐπικάθησαν στὸ σβέρκο μας, τὰ ὁποία, μὲ «τὰ μέτρα» τους, ἀκυρώνουν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε ὅλοι μας: «μᾶς πρέπει ἐλευθεριά», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Σολωμός, ἂν μισοῦμε ἢ δὲν σεβόμαστε αὐτοὺς ποῦ θυσιάστηκαν γι’ αὐτήν;
Πῶς θὰ μιλήσεις γιὰ ἐθνικὴ συνείδηση, περηφάνια, λεβεντιά, παλληκαριά, γιὰ ἦθος ἀντιστασιακό, γιὰ τὴν ἀπροσκύνητη στάση τοῦ Γένους μας στοὺς ποικιλώνυμους ἐπιβουλεῖς, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τόλμη ποὺ εἶναι τὰ προσανάμματα τῆς Λευτεριᾶς, ὅταν πετιοῦνται κλωτσηδὸν ἀπὸ τὰ σχολικὰ βιβλία τὰ δημοτικά μας τραγούδια, «εἰς τὰ ὁποία ἀποτυπώνεται ἄκραιφνης καὶ ἀκίβδηλος ὁ ἐθνικὸς χαρακτὴρ καὶ ἀναζωπυροῦν τὰς ἀναμνήσεις τῶν ἐθνικῶν περιπετειῶν», ὅπως ἔγραφε στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου τοῦ «Δημοτικὰ Τραγούδια», ὁ μεγάλος λαογράφος Νίκος Πολίτης, καὶ στὴ θέση τοὺς μπαίνουν συνταγὲς μαγειρικῆς; (Περίπου 35 συνταγὲς ὅσα περίπου ἦταν τὰ δημοτικὰ τραγούδια).
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξοβελίζεται ἡ δημοτικὴ ποίηση «τὸ τελεσφερώτατον ὄργανον τῆς ἐθνικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἐκτρέφουσα καὶ συντηροῦσα τὸ ἐθνικὸν φρόνημα», λόγια του Ν. Πολίτη, πλήρως ἐναρμονισμένα μὲ τὴν συνταγματικὴ ἐπιταγή, καὶ νὰ ἀντικαθίστανται μὲ «μακαρόνια μὲ κιμὰ» ἢ «φασολάκια βραστά», πράγματα κρανιοκενή, ἀκαθαρσίες μὲ τὶς ὁποῖες ὑποσιτίζουμε πνευματικὰ τὰ παιδιά;
Συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος τὸ βιβλίο Γλώσσας τῆς Γ’ Γυμνασίου, στὸ ὁποῖο παρελαύνει ὅλα τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό, ὅπως ἡ κ. Κουλούρη, ποὺ πανηγυρίζει διότι «διαταράχτηκε ἡ κυρίαρχη εἰκόνα τῆς ἁρμονικῆς, ἐθνικῆς ὁμοιογένειας» (σέλ. 11), ὁ κ. Τσίμας ποὺ κορδωμένος πτωχοαλαζονικὰ ἐπιχαίρει γιὰ τὶς πολυπολιτισμικὲς σχολικὲς τάξεις (σέλ. 53), ὁ γίγας Σημίτης, ποὺ στὸ ἔντυπο περίττωμά του μέμφει τοὺς Ἕλληνες, γιατί ἐπιμένουν «σὲ μία διαστρεβλωμένη καὶ γι’ αὐτὸ χωρὶς ἀπήχηση ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ παράδοση», (σέλ. 65) ἢ κάποιος Ἀλβανὸς ὀνόματι Γκαζμὲτ Καπλάνι, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ τὴν πατρίδα μας, γιατί δὲν δίνει ὑπηκοότητα σ’ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς λαθρομετανάστες;
Ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο βρίθουν οἱ ἀντιρατσιστικὲς ὑστερίες καὶ τσιρίδες, καλλιεργώντας ἐν τέλει τὸ μίσος τῶν ἄγουρων νέων γιὰ τὴν πατρίδα τους, ἐνοχοποιώντας τους γιὰ ρατσισμό. (Ἡ ἀπειλὴ περὶ ρατσισμοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀποτελεσματικὸ ὅπλο τῆς Νέας Ἐποχῆς, γιὰ νὰ φιμωθεῖ ἡ ἐλεύθερη σκέψη καὶ ἔκφραση. Οἱ πάντες αὐτολογοκρίνονται, στρογγυλεύουν τὸν λόγο τους, γιὰ νὰ μὴν στιγματιστοῦν ὡς ρατσιστές). Ποῦ εἶναι τὰ σπουδαία κείμενα, ποὺ μέσα στὴ φυλλώματα τοὺς λάμπουν οἱ ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς φιλοπατρίας; Δὲν βλάστησαν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο Σολωμοί, Κάλβοι, Παλαμάδες καὶ Σεφέρηδες, ποὺ μᾶς δίδαξαν ὅτι « εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ» καὶ ὄχι πειραματόζωα τῶν…Φράγκο-φονιάδων;
Μ’ αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα στὴν Παιδεία ὄχι μόνο δὲν ἀναπτύσσουμε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση, ὅπως ἐπιτάσσει τὸ Σύνταγμα, ἀλλὰ δηλητηριάζουμε τὰ παιδιά, δὲν τὰ ἀφήνουμε νὰ ἀνακαλύψουν ἐκείνη τὴν ἰδιότητα ποὺ «δὲν ἐχ’ ἡ ἀνθρωπότης τιμιοτέραν», Ἑλληνικός.
*Στὸ ἑπόμενο σημείωμα θὰ ἐξετάσουμε τὴν καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης.
αναβάσειςΤοῦ δόθηκε ἐντολὴ νὰ συνεχίσει τὴ δήωση τοῦ λαοῦ; Ὄχι.
Στὸ ἄρθρο 4 (πάρ. 5) διαβάζουμε; «Οἱ Ἕλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρὶς διακρίσεις στὰ δημόσια βάρη, ἀνάλογα μὲ τὶς δυνάμεις τους». Οἱ ὁριζόντιες περικοπές, ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους, συνάδουν μὲ τὴν συνταγματικὴ πρόβλεψη περὶ ἀναλογίας τῶν βαρῶν; Ὄχι.
Στὸ ἄρθρο 21 (πάρ. 2) τὸ Σύνταγμα προβλέπει εἰδικὴ φροντίδα καὶ προστασία ἀπὸ τὸ Κράτος γιὰ τὶς πολύτεκνες οἰκογένειες καὶ τοὺς ἀνάπηρους. Οἱ μειώσεις τῶν ψιχίων -ἐπιδομάτων, ἡ κατάργηση τῶν ὅποιων φοροαπαλλαγῶν, συμφωνοῦν μὲ τὴν συνταγματικὴ πρόνοια; Ὄχι.
Τὸ περίφημο ἄρθρο 16 (πάρ. 2), στὸ ὁποῖο θὰ ἐπιμείνουμε, ὁρίζει: «Ἡ παιδεία ἀποτελεῖ βασικὴ ἀποστολὴ τοῦ Κράτους καὶ ἔχει σκοπὸ τὴν ἠθική, πνευματική, ἐπαγγελματικὴ καὶ φυσικὴ ἀγωγὴ τῶν Ἑλλήνων, τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς καὶ θρησκευτικῆς συνείδηση καὶ τὴ διάπλασής τους σὲ ἐλεύθερους καὶ ὑπεύθυνους πολίτες». Ἂς ξεκινήσουμε μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς ἐθνικῆς συνείδησης, τὴν καλλιέργεια αἰσθήματος φιλοπατρίας.
Τηρεῖται, λοιπόν, τὸ Σύνταγμα ἢ εἴμαστε στὸ «ἔτζι θέλω», στὴν κατάλυσή του, ὅταν διδάσκουμε στὰ σχολεῖα:
«Νοστιμίζει τὸ σέλινο τὴ φασολάδα καὶ στὴ μέση δύο λάμδα φοράει ἡ πατρίδα μας ἡ Ἑλλάδα», ὡς ὁρισμὸ τῆς πατρίδα μας στὴ Β’ Δημοτικοῦ (σέλ. 43, α' τ. τετραδίου ἐργασιῶν).
«Ἡ Ἰταλία μᾶς κήρυξε τὸν πόλεμο! Κι ἐμεῖς πήγαμε καὶ κρυφτήκαμε στὸ ὑπόγειο». Εἶναι ὁ τίτλος τρισάθλιου, προδοτικοῦ κειμένου τῆς Ἐ’ δημοτικοῦ γιὰ τὴν Ἐποποΐα τοῦ ’40. Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίδραση τοῦ λαοῦ, ὅταν κηρύχτηκε ὁ πόλεμος; Τρύπωσε στὰ ὑπόγεια; (Γλώσσα, α’ τεῦχος, σέλ. 44-45λ).
Προάγεται ἡ ἐθνικὴ συνείδηση, ὅταν στὴν Στ’ Δημοτικοῦ διδάσκεται ὁ ἡρωισμὸς μέσω μία γάτας τῆς «Σόνιας»; (β’ τεῦχος, σέλ. 62-63-64).
Εἶναι συνταγματικῶς πρέπον, μὰ καὶ λογικό, νὰ καλοῦνται οἱ δύσμοιροι μαθητὲς νὰ γράφουν μία ἱστορία στὴν ὁποία πρωταγωνιστοῦν ὁ Καραγκιόζης, ἡ Κοκκινοσκουφίτσα καὶ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ὅπως αὐτὸ καταγράφεται στὸ «τετράδιο ἐργασιῶν» τῆς Γλώσσας Στ’ Δημοτικοῦ; (β’ τ. σὲλ 39). Πῶς θὰ σεβαστοῦν οἱ μαθητὲς τὴν ἐθνική μας σημαία, ὅτι σπιλώνουμε καὶ ἐξευτελίζουμε τὶς «σημαῖες» τῆς ἱστορίας μας;
Ὅταν στὰ «Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας» Α’ Γυμνασίου, διαβάζουν τὰ παιδιὰ ὅτι «ἦταν ἡ Ἑλλάδα μία γυναίκα τόσο προκλητικὴ σεξουαλικά, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὴν ἐρωτευτῶ σωματικὰ καὶ ἀπελπισμένα»; (σέλ. 124). Ὅταν στὴν ἴδια τάξη, στὸ βιβλίο Γλώσσας, στὸ κείμενο μὲ τίτλο «Ἡ παράσταση» (σέλ. 82), γελοιοποιεῖται ἡ 25η Μαρτίου; Νὰ διαβάζουν οἱ μαθητὲς ὅτι «ὁ Βαγγελάκης ποὺ ἔκανε τὸν Μπότσαρη, ἔσκυβε καὶ φαινόταν τὸ σώβρακό του καὶ γελοῦσαν τὰ κορίτσια», τοῦ Βαγγελάκη «ποὺ εἶχε τὴν ἐθνικὴ γιορτή του». Αὐτὸ εἶναι τὸ ’21; Ὁ ἀετὸς τοῦ Σουλίου, ὁ Μάρκος, εἶναι γιὰ νὰ «σπᾶμε πλάκα»;
Ἢ στὴ Β’ Γυμνασίου μὲ τὸν ἴδιο χαζοχαρούμενο, ἀνθελληνικὸ τρόπο νὰ ἀντιμετωπίζεται ἡ 25η Μαρτίου σὲ κείμενο μὲ τίτλο «ἀρχίζουμε πρόβες γιὰ τὴν ἐθνικὴ γιορτή», στὸ ὁποῖο διαβάζουμε ὅτι τὸ ρεπερτόριο θὰ’ ναὶ τὸ συνηθισμένο: «Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι καὶ δώσ’ του» καὶ θὰ σχεδιάσουν σκηνικὰ «γιὰ κάτι Κολοκοτρώνηδες καὶ κάτι σημαῖες καὶ δάφνες ἀπὸ μία τάξη… βλαμμένη».
Ἐνῶ σ’ ὅλο τὸ κείμενο ὁ ἀφηγητὴς- μαθητής, ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὶς χαμένες ὧρες τῶν μαθημάτων (τετράδιο ἐργασιῶν, σὲλ 33-36). Μὲ τέτοιες ἀθλιότητες θὰ ἐμφυσήσεις ἀγάπη γιὰ τὴν πατρίδα, γιὰ τὴν ματοκυλισμένη ἱστορίας μας;
Καὶ σὰν νὰ ἀκούω τὸν στρατηγὸ Μακρυγιάννη, νὰ θρηνεῖ γιὰ τὴν κατάντιά μας «ἂν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτείνη τὴν λευτεριὰ ὁπού γευόμαστε, θὰ περικαλούσαμε τὸν Θεὸν νὰ μᾶς ἀφήσει εἰς τοὺς Τούρκους, ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θὰ εἰπῆ πατρίδα, τί θὰ εἰπῆ θρησκεία, τί θὰ εἰπῆ φιλοτιμία, ἀρετὴ καὶ τιμιότη».
Ὅταν χάνεται ἡ «σέβαση εἰς τὴν πατρίδα», ποὺ λευτερώθηκε μὲ τόσες θυσίες καὶ τόσα αἵματα, τότε περίμενε τὰ ἀσκέρια τῶν τυράννων. Ἂς μὴν ἀποροῦμε γιὰ τὰ σκύβαλα ποὺ ἐπικάθησαν στὸ σβέρκο μας, τὰ ὁποία, μὲ «τὰ μέτρα» τους, ἀκυρώνουν τὴν Ἐπανάσταση τοῦ ’21. Ἂς ἀναρωτηθοῦμε ὅλοι μας: «μᾶς πρέπει ἐλευθεριά», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Σολωμός, ἂν μισοῦμε ἢ δὲν σεβόμαστε αὐτοὺς ποῦ θυσιάστηκαν γι’ αὐτήν;
Πῶς θὰ μιλήσεις γιὰ ἐθνικὴ συνείδηση, περηφάνια, λεβεντιά, παλληκαριά, γιὰ ἦθος ἀντιστασιακό, γιὰ τὴν ἀπροσκύνητη στάση τοῦ Γένους μας στοὺς ποικιλώνυμους ἐπιβουλεῖς, τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν τόλμη ποὺ εἶναι τὰ προσανάμματα τῆς Λευτεριᾶς, ὅταν πετιοῦνται κλωτσηδὸν ἀπὸ τὰ σχολικὰ βιβλία τὰ δημοτικά μας τραγούδια, «εἰς τὰ ὁποία ἀποτυπώνεται ἄκραιφνης καὶ ἀκίβδηλος ὁ ἐθνικὸς χαρακτὴρ καὶ ἀναζωπυροῦν τὰς ἀναμνήσεις τῶν ἐθνικῶν περιπετειῶν», ὅπως ἔγραφε στὸν πρόλογο τοῦ βιβλίου τοῦ «Δημοτικὰ Τραγούδια», ὁ μεγάλος λαογράφος Νίκος Πολίτης, καὶ στὴ θέση τοὺς μπαίνουν συνταγὲς μαγειρικῆς; (Περίπου 35 συνταγὲς ὅσα περίπου ἦταν τὰ δημοτικὰ τραγούδια).
Εἶναι δυνατὸν νὰ ἐξοβελίζεται ἡ δημοτικὴ ποίηση «τὸ τελεσφερώτατον ὄργανον τῆς ἐθνικῆς ἀγωγῆς, ἡ ἐκτρέφουσα καὶ συντηροῦσα τὸ ἐθνικὸν φρόνημα», λόγια του Ν. Πολίτη, πλήρως ἐναρμονισμένα μὲ τὴν συνταγματικὴ ἐπιταγή, καὶ νὰ ἀντικαθίστανται μὲ «μακαρόνια μὲ κιμὰ» ἢ «φασολάκια βραστά», πράγματα κρανιοκενή, ἀκαθαρσίες μὲ τὶς ὁποῖες ὑποσιτίζουμε πνευματικὰ τὰ παιδιά;
Συμφωνεῖ μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ ἑλληνικοῦ Συντάγματος τὸ βιβλίο Γλώσσας τῆς Γ’ Γυμνασίου, στὸ ὁποῖο παρελαύνει ὅλα τὸ νεοταξικὸ κηφηναριό, ὅπως ἡ κ. Κουλούρη, ποὺ πανηγυρίζει διότι «διαταράχτηκε ἡ κυρίαρχη εἰκόνα τῆς ἁρμονικῆς, ἐθνικῆς ὁμοιογένειας» (σέλ. 11), ὁ κ. Τσίμας ποὺ κορδωμένος πτωχοαλαζονικὰ ἐπιχαίρει γιὰ τὶς πολυπολιτισμικὲς σχολικὲς τάξεις (σέλ. 53), ὁ γίγας Σημίτης, ποὺ στὸ ἔντυπο περίττωμά του μέμφει τοὺς Ἕλληνες, γιατί ἐπιμένουν «σὲ μία διαστρεβλωμένη καὶ γι’ αὐτὸ χωρὶς ἀπήχηση ἑλληνικὴ καὶ χριστιανικὴ παράδοση», (σέλ. 65) ἢ κάποιος Ἀλβανὸς ὀνόματι Γκαζμὲτ Καπλάνι, ὁ ὁποῖος κατηγορεῖ τὴν πατρίδα μας, γιατί δὲν δίνει ὑπηκοότητα σ’ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς λαθρομετανάστες;
Ἕνα βιβλίο στὸ ὁποῖο βρίθουν οἱ ἀντιρατσιστικὲς ὑστερίες καὶ τσιρίδες, καλλιεργώντας ἐν τέλει τὸ μίσος τῶν ἄγουρων νέων γιὰ τὴν πατρίδα τους, ἐνοχοποιώντας τους γιὰ ρατσισμό. (Ἡ ἀπειλὴ περὶ ρατσισμοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀποτελεσματικὸ ὅπλο τῆς Νέας Ἐποχῆς, γιὰ νὰ φιμωθεῖ ἡ ἐλεύθερη σκέψη καὶ ἔκφραση. Οἱ πάντες αὐτολογοκρίνονται, στρογγυλεύουν τὸν λόγο τους, γιὰ νὰ μὴν στιγματιστοῦν ὡς ρατσιστές). Ποῦ εἶναι τὰ σπουδαία κείμενα, ποὺ μέσα στὴ φυλλώματα τοὺς λάμπουν οἱ ἔννοιες τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς φιλοπατρίας; Δὲν βλάστησαν σ’ αὐτὸν τὸν τόπο Σολωμοί, Κάλβοι, Παλαμάδες καὶ Σεφέρηδες, ποὺ μᾶς δίδαξαν ὅτι « εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ» καὶ ὄχι πειραματόζωα τῶν…Φράγκο-φονιάδων;
Μ’ αὐτὰ ποὺ γίνονται σήμερα στὴν Παιδεία ὄχι μόνο δὲν ἀναπτύσσουμε τὴν ἐθνικὴ συνείδηση, ὅπως ἐπιτάσσει τὸ Σύνταγμα, ἀλλὰ δηλητηριάζουμε τὰ παιδιά, δὲν τὰ ἀφήνουμε νὰ ἀνακαλύψουν ἐκείνη τὴν ἰδιότητα ποὺ «δὲν ἐχ’ ἡ ἀνθρωπότης τιμιοτέραν», Ἑλληνικός.
*Στὸ ἑπόμενο σημείωμα θὰ ἐξετάσουμε τὴν καλλιέργεια τῆς θρησκευτικῆς συνείδησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου