Μάλλον
ξεπέρασε σε αβρότητα ακόμη και το διπλωματικό πρωτόκολλο ο Ισραηλινός
πρόεδρος Σιμόν Πέρες, στάζοντας κυριολεκτικά μέλι για τη Ρωσία, με
αφορμή την επίσημη επίσκεψη του Βλαντιμίρ Πούτιν στο Ισραήλ. «Η
Ρωσία, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ήττα της Ναζιστικής
Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι η ίδια Ρωσία που μπορεί να
προβεί σε μια ακόμη αποφασιστικής σημασίας συνεισφορά, αυτή τη φορά για
την ειρήνη στη Μέση Ανατολή», δήλωσε ο Ισραηλινός πρόεδρος μετά τα
αποκαλυπτήρια μνημείου προς τιμήν της νίκης του Κόκκινου Στρατού επί της
ναζιστικής Γερμανίας στην πόλη Νετάνια.
Η θερμότητα της υποδοχής Πούτιν θα μπορούσε να οφείλεται αφενός...
...στο ένα εκατομμύριο Εβραίους, πρώην πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης και αφετέρου σον υπουργό Εξωτερικών Αβιγκντόρ Λίμπερμαν που προέρχεται και αυτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μιλά άπταιστα ρωσικά.
Πέραν όμως του πρωτοκόλλου ο Πούτιν βρίσκεται στο Ισραήλ κυρίως για το ζήτημα της Συρίας και του Ιράν, όπου θα προσπαθήσει να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις των Ισραηλινών και ενδεχομένως να τους πείσει επί τις δικής του πολιτικής. Εκπρόσωπος του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε ότι οι πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, τις οποίες το Ισραήλ θεωρεί απειλή για την ύπαρξή του, θα είναι ψηλά στην ατζέντα των συνομιλιών του Πούτιν με τους Ισραηλινούς ηγέτες.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Πέρες εξέφρασε τις ισραηλινές ανησυχίες κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, λέγοντας στον Πούτιν ότι είναι βέβαιος πως η Ρωσία, δεν θα επιτρέψει να υφίσταται η Ιρανική απειλή και η αιματοχυσία στη Συρία. Ο Ισραηλινός πρόεδρος σημείωσε ότι ο κόκκινος στρατός έφερε το κύριο βάρος του αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα γεγονός που δεν τονίζεται πάντα από τους δυτικούς ιστορικούς.
«Αυτή είναι μια ευκαιρία για το λαό του Ισραήλ να ευχαριστήσει το ρωσικό λαό, και να χαιρετίσει το θάρρος του Κόκκινου Στρατού, που νίκησε τις ναζιστικές δυνάμεις. Χωρίς αυτή τη νίκη είναι αμφίβολο αν θα βρισκόμαστε εδώ σήμερα», κατέληξε τις εντυπωσιακές δηλώσεις.
Εάν προσπαθήσει κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα με μεγαλύτερη ψυχραιμία, θα μπορούσε ενδεχομένως να διακρίνει μερικά σημεία που έχουν σημαντικό ενδιαφέρον και ίσως οδηγήσουν στο μέλλον σε θεαματική βελτίωση των διμερών σχέσεων. Σίγουρα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποιεί την επίσκεψή του στην περιοχή με σκοπό να γίνει αποδεκτός ως «έντιμος μεσολαβητής» στην επίλυση των προβλημάτων, πάντα βέβαια με γνώμονα τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα.
Πρώτο θέμα είναι αυτό του Ιράν. Είναι προφανές ότι οι Ισραηλινοί είναι ευγνώμονες στους Ρώσους για τη μη παράδοση του αντιαεροπορικού – αντιβαλλιστικού συστήματος μακρού βεληνεκούς S-300. Επίσης, η επικοινωνία που διατηρεί η Μόσχα με την Τεχεράνη θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντική είτε στο πλαίσιο των διεργασιών για την εξεύρεση λύσης, είτε σε περίπτωση κρίσης με στόχο την αποφυγή κλιμάκωσής της.
Στο θέμα της Συρίας, δεν αποτελεί μυστικό ότι το Ισραήλ τήρησε πολύ προσεκτική και διακριτική στάση, εν πολλοίς θεωρώντας ότι στο πρόσωπο του Μπασάρ Αλ Άσαντ είχε τουλάχιστον έναν προβλέψιμο συνομιλητή (με τον οποίο είχε σημειωθεί και πρόοδος στο ζήτημα των Υψωμάτων του Γκολάν) και δυνητικό αντίπαλο με κύριο συμφέρον να αποφύγει την εσωτερική αμφισβήτηση της ηγεσίας του και εμφανή στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης με το Τελ Αβίβ. Παρότι το τελευταίο διάστημα Ισραηλινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι δήλωναν ότι οι μέρες του Άσαντ στην εξουσία είναι μετρημένες, η στάση της χώρας παρέμεινε διακριτική, κάτι που εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια Μόσχα και Τελ Αβίβ θα μπορούσαν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διευθέτηση της κατάστασης.
Ισραήλ και Ρωσία μοιράζονται την ανησυχία για την ενίσχυση των Ισλαμιστών σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, με τη δεύτερη να ανησυχεί για την ενίσχυση των αποσχιστικών κινημάτων στις Δημοκρατίες του Καυκάσου.
Το Τελ Αβίβ φαίνεται να έχει σεβαστεί σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες της Μόσχας για τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τη Γεωργία (πώληση UAV) και γι’ αυτό τον λόγο οι δυο χώρες πλέον συζητούν σοβαρά την προοπτική συνεργασίας με την από κοινού ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ώστε και οι Ρώσοι να επωφεληθούν από την ισραηλινή τεχνολογία και οι Ισραηλινοί από το άνοιγμα μιας μεγαλύτερης από τη Γεωργία αγοράς.
Στο ζήτημα των σχέσεων των δυο χωρών με την Τουρκία μπορεί να υπάρχει σύγκλιση. Η Μόσχα μπορεί να αντιμετωπίζει την Τουρκία με θετικό μάτι σε τακτικό επίπεδο, δεν παύει όμως ποτέ να παραγνωρίζει ότι το «Ανατολικό Ζήτημα» δεν έχει επιλυθεί, ενώ την ανησυχούν σφόδρα οι τουρκικές κινήσεις στην κεντρική Ασία, στον Καύκασο και οι «ειδικές σχέσεις» που αναπτύσσει με τις Γεωργία και Αζερμπαϊτζάν (υπάρχει άραγε περιθώριο ισραηλινής διπλωματικής ενεργοποίησης – κυρίως προς τις ΗΠΑ – για την ανανέωση της άδειας χρήσης του ραντάρ στην Γκαρμπάλα, με λογικούς όρους;). Οι σχέσεις του Τελ Αβίβ με την Άγκυρα είναι επίσης δεδομένα προβληματικές μετά το επεισόδιο με το «Μαβί Μαρμαρά», οπότε με τη μεταξύ τους συνεργασία, αμφότερες στέλνουν η καθεμιά το δικό της προειδοποιητικό μήνυμα στην Άγκυρα.
Τέλος, η συνεργασία και των δύο είναι βέβαιο ότι θα τύχει ιδιαίτερης επεξεργασίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες με αποτελέσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «μικτά»: Αφενός, η εξομάλυνση των σχέσεων δημιουργεί την ευκαιρία διευκόλυνσης της συνεννόησης σε μια σειρά από ζητήματα αμερικανικού ενδιαφέροντος και αφετέρου μεγάλες προκλήσεις για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Στα ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας (π.χ. Ιράν, Συρία) θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο αμερικανικός στόχος αποφυγής προσφυγής στη στρατιωτική βία εξυπηρετείται. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη ανάγνωση, ότι οι σημαντικές διαφωνίες και η καχυποψία που έχει ανακύψει στις πάλαι ποτέ εξαιρετικές διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ, οδήγησε το δεύτερο σε «αυτονόμηση» και απόπειρα συνεννόησης με τη Μόσχα.
Επίσης, με την αναθέρμανση των σχέσεων Ρωσίας και Ισραήλ θα μπορούσε να πληγεί ο αμερικανικός μεσολαβητικός – επιδιαιτητικός ρόλος στη Μέση Ανατολή συνολικότερα. Εν ολίγοις, η ενεργός εμπλοκή και δραστηριοποίηση της Μόσχας στην περιοχή και μάλιστα σε συνεννόηση με τους σημαντικότερους αμερικανούς συμμάχους, δεν μπορεί παρά να εκτοπίζει το αμερικανικό «ειδικό βάρος».
defence-point
πηγη
Η θερμότητα της υποδοχής Πούτιν θα μπορούσε να οφείλεται αφενός...
...στο ένα εκατομμύριο Εβραίους, πρώην πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης και αφετέρου σον υπουργό Εξωτερικών Αβιγκντόρ Λίμπερμαν που προέρχεται και αυτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μιλά άπταιστα ρωσικά.
Πέραν όμως του πρωτοκόλλου ο Πούτιν βρίσκεται στο Ισραήλ κυρίως για το ζήτημα της Συρίας και του Ιράν, όπου θα προσπαθήσει να βολιδοσκοπήσει τις προθέσεις των Ισραηλινών και ενδεχομένως να τους πείσει επί τις δικής του πολιτικής. Εκπρόσωπος του ισραηλινού υπουργείου Εξωτερικών, δήλωσε ότι οι πυρηνικές φιλοδοξίες του Ιράν, τις οποίες το Ισραήλ θεωρεί απειλή για την ύπαρξή του, θα είναι ψηλά στην ατζέντα των συνομιλιών του Πούτιν με τους Ισραηλινούς ηγέτες.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Πέρες εξέφρασε τις ισραηλινές ανησυχίες κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, λέγοντας στον Πούτιν ότι είναι βέβαιος πως η Ρωσία, δεν θα επιτρέψει να υφίσταται η Ιρανική απειλή και η αιματοχυσία στη Συρία. Ο Ισραηλινός πρόεδρος σημείωσε ότι ο κόκκινος στρατός έφερε το κύριο βάρος του αγώνα ενάντια στη ναζιστική Γερμανία και τους συμμάχους της στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα γεγονός που δεν τονίζεται πάντα από τους δυτικούς ιστορικούς.
«Αυτή είναι μια ευκαιρία για το λαό του Ισραήλ να ευχαριστήσει το ρωσικό λαό, και να χαιρετίσει το θάρρος του Κόκκινου Στρατού, που νίκησε τις ναζιστικές δυνάμεις. Χωρίς αυτή τη νίκη είναι αμφίβολο αν θα βρισκόμαστε εδώ σήμερα», κατέληξε τις εντυπωσιακές δηλώσεις.
Εάν προσπαθήσει κανείς να προσεγγίσει το ζήτημα με μεγαλύτερη ψυχραιμία, θα μπορούσε ενδεχομένως να διακρίνει μερικά σημεία που έχουν σημαντικό ενδιαφέρον και ίσως οδηγήσουν στο μέλλον σε θεαματική βελτίωση των διμερών σχέσεων. Σίγουρα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν χρησιμοποιεί την επίσκεψή του στην περιοχή με σκοπό να γίνει αποδεκτός ως «έντιμος μεσολαβητής» στην επίλυση των προβλημάτων, πάντα βέβαια με γνώμονα τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα.
Πρώτο θέμα είναι αυτό του Ιράν. Είναι προφανές ότι οι Ισραηλινοί είναι ευγνώμονες στους Ρώσους για τη μη παράδοση του αντιαεροπορικού – αντιβαλλιστικού συστήματος μακρού βεληνεκούς S-300. Επίσης, η επικοινωνία που διατηρεί η Μόσχα με την Τεχεράνη θα μπορούσε να αποδειχθεί σημαντική είτε στο πλαίσιο των διεργασιών για την εξεύρεση λύσης, είτε σε περίπτωση κρίσης με στόχο την αποφυγή κλιμάκωσής της.
Στο θέμα της Συρίας, δεν αποτελεί μυστικό ότι το Ισραήλ τήρησε πολύ προσεκτική και διακριτική στάση, εν πολλοίς θεωρώντας ότι στο πρόσωπο του Μπασάρ Αλ Άσαντ είχε τουλάχιστον έναν προβλέψιμο συνομιλητή (με τον οποίο είχε σημειωθεί και πρόοδος στο ζήτημα των Υψωμάτων του Γκολάν) και δυνητικό αντίπαλο με κύριο συμφέρον να αποφύγει την εσωτερική αμφισβήτηση της ηγεσίας του και εμφανή στόχο την αποκλιμάκωση της έντασης με το Τελ Αβίβ. Παρότι το τελευταίο διάστημα Ισραηλινοί πολιτικοί και στρατιωτικοί αξιωματούχοι δήλωναν ότι οι μέρες του Άσαντ στην εξουσία είναι μετρημένες, η στάση της χώρας παρέμεινε διακριτική, κάτι που εξυπηρετεί τα ρωσικά συμφέροντα. Κατά συνέπεια Μόσχα και Τελ Αβίβ θα μπορούσαν να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διευθέτηση της κατάστασης.
Ισραήλ και Ρωσία μοιράζονται την ανησυχία για την ενίσχυση των Ισλαμιστών σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής, με τη δεύτερη να ανησυχεί για την ενίσχυση των αποσχιστικών κινημάτων στις Δημοκρατίες του Καυκάσου.
Το Τελ Αβίβ φαίνεται να έχει σεβαστεί σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες της Μόσχας για τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί με τη Γεωργία (πώληση UAV) και γι’ αυτό τον λόγο οι δυο χώρες πλέον συζητούν σοβαρά την προοπτική συνεργασίας με την από κοινού ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών, ώστε και οι Ρώσοι να επωφεληθούν από την ισραηλινή τεχνολογία και οι Ισραηλινοί από το άνοιγμα μιας μεγαλύτερης από τη Γεωργία αγοράς.
Στο ζήτημα των σχέσεων των δυο χωρών με την Τουρκία μπορεί να υπάρχει σύγκλιση. Η Μόσχα μπορεί να αντιμετωπίζει την Τουρκία με θετικό μάτι σε τακτικό επίπεδο, δεν παύει όμως ποτέ να παραγνωρίζει ότι το «Ανατολικό Ζήτημα» δεν έχει επιλυθεί, ενώ την ανησυχούν σφόδρα οι τουρκικές κινήσεις στην κεντρική Ασία, στον Καύκασο και οι «ειδικές σχέσεις» που αναπτύσσει με τις Γεωργία και Αζερμπαϊτζάν (υπάρχει άραγε περιθώριο ισραηλινής διπλωματικής ενεργοποίησης – κυρίως προς τις ΗΠΑ – για την ανανέωση της άδειας χρήσης του ραντάρ στην Γκαρμπάλα, με λογικούς όρους;). Οι σχέσεις του Τελ Αβίβ με την Άγκυρα είναι επίσης δεδομένα προβληματικές μετά το επεισόδιο με το «Μαβί Μαρμαρά», οπότε με τη μεταξύ τους συνεργασία, αμφότερες στέλνουν η καθεμιά το δικό της προειδοποιητικό μήνυμα στην Άγκυρα.
Τέλος, η συνεργασία και των δύο είναι βέβαιο ότι θα τύχει ιδιαίτερης επεξεργασίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες με αποτελέσματα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «μικτά»: Αφενός, η εξομάλυνση των σχέσεων δημιουργεί την ευκαιρία διευκόλυνσης της συνεννόησης σε μια σειρά από ζητήματα αμερικανικού ενδιαφέροντος και αφετέρου μεγάλες προκλήσεις για την αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Στα ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας (π.χ. Ιράν, Συρία) θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο αμερικανικός στόχος αποφυγής προσφυγής στη στρατιωτική βία εξυπηρετείται. Υπάρχει όμως και η αντίστροφη ανάγνωση, ότι οι σημαντικές διαφωνίες και η καχυποψία που έχει ανακύψει στις πάλαι ποτέ εξαιρετικές διμερείς σχέσεις Ουάσιγκτον και Τελ Αβίβ, οδήγησε το δεύτερο σε «αυτονόμηση» και απόπειρα συνεννόησης με τη Μόσχα.
Επίσης, με την αναθέρμανση των σχέσεων Ρωσίας και Ισραήλ θα μπορούσε να πληγεί ο αμερικανικός μεσολαβητικός – επιδιαιτητικός ρόλος στη Μέση Ανατολή συνολικότερα. Εν ολίγοις, η ενεργός εμπλοκή και δραστηριοποίηση της Μόσχας στην περιοχή και μάλιστα σε συνεννόηση με τους σημαντικότερους αμερικανούς συμμάχους, δεν μπορεί παρά να εκτοπίζει το αμερικανικό «ειδικό βάρος».
defence-point
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου