του C. Liddel στο Alternative Right – μετάφραση Παναγιώτης Λουκάς
Υπάρχουν μόνο 2 παράγοντες που ενώνουν την Βραζιλία- η Πορτογαλική γλώσσα και η υπερηφάνεια που νιώθουν για την εθνική τους ομάδα ποδοσφαίρου. Σχεδόν ο,τιδήποτε άλλο- τοπικές διαφορές, φυλετικές διαφορές, οικονομικές ανισότητες, και διαφορετικές κλιματικές ζώνες- διαχωρίζουν την χώρα. Ακόμα και ο Καθολικισμός, από την ανάδειξη της Θεολογίας της Απελευθέρωσης έχει γίνει περισσότερο μια δύναμη διαχωρισμού. Είναι ενδιαφέρον λοιπόν να αναλογιστούμε τι επιπτώσεις θα έχει στο βραζιλιάνικο έθνος ο διασυρμός τους από την Γερμανία στους ημιτελικούς του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Έχει επίσης ενδιαφέρον να επισημάνουμε την φυλετική σημειολογία μιας κατά κύριο λόγο γερμανικής ομάδας- ακόμα και αν δεν είναι εντελώς
καθαρή- να διαλύει μια ομάδα, που κατά βάση αποτελεί μια εικόνα πρότυπο για το λαμπρό υβριδικό πολυφυλετικό μέλλον στο οποίο όλοι μας υποτίθεται πως πρέπει να αποσκοπούμε. Δυστυχώς, το μεγάλο τοτέμ αυτής της μπασταρδεμένης ομάδας, ο Νεϊμάρ, ένας μιγάς με φυσικά σγουρά μαλλιά που τα ισιώνει και τα βάφει ξανθά, δεν μπόρεσε να συμμετέχει στο παιχνίδι, λόγω του τραυματισμού του στην νίκη στα προημιτελικά της Βραζιλίας έναντι της Κολομβίας- μια κάπως πιο σκουρόχρωμη εκδοχή τους.
Εξαιτίας της θέσης της ως προάγγελος του υποτιθέμενου μέλλοντός μας, η Βραζιλία είναι μια σημαντική χώρα. Και αυτό είναι ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους, εδώ και πολύ καιρό καλύπτεται με θετικό τρόπο από τα παγκοσμιοποιητικά δυτικά ΜΜΕ. Η Βραζιλία συνήθως παρουσιάζεται ως κάτι που θα έπρεπε να μας εμπνέει, ως μια ιδανική μετα-φυλετική κοινωνία όπου όλοι υποτίθεται «χορεύουν στους ρυθμούς του ουράνιου τόξου τους». Αλλά όπως αποκαλύπτουν και οι επιλογές της κόμης του Νεϊμάρ, υπάρχουν συγκεκριμένες εντάσεις και κόμπλεξ κάτω από την επιφάνεια αυτής της μάλλον άσχημης ειδυλλιακής εικόνας.
H ενότητα της Βραζιλίας είναι ένα ενδιαφέρον ιστορικό φαινόμενο. Σε αντίθεση με την Ισπανική Αμερική, που χωρίστηκε όταν ανεξαρτητοποιήθηκε από την Ισπανία, η Πορτογαλική Αμερική κατόρθωσε να παραμείνει ενωμένη. Αυτό κατά κύριο λόγο συνέβη λόγω γεωγραφικών παραγόντων- τα οικονομικά κέντρα και οι περιοχές με τον μεγαλύτερο πληθυσμό ήταν συγκεντρωμένα σε πολύ πιο μικρή περιοχή σε σύγκριση με εκείνα της Ισπανικής Αμερικής, και με πολύ λιγότερα φυσικά εμπόδια ανάμεσά τους. Επίσης είχαν μια ιδιαίτερη πορεία από αποικία σε ανεξάρτητο κράτος, καθότι για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν και η έδρα της Πορτογαλικής μοναρχίας.
Αλλά κατά βάση ο κύριος λόγος για τον οποίον η Βραζιλία έμεινε ενωμένη δεν ήταν λόγω κάποιου στοιχείου έμφυτης φυλετικής αρμονίας, αλλά για το ακριβώς αντίθετο- βάναυση φυλετική καταπίεση. Έως το 1800, περίπου ο μισός πληθυσμός των 3.200.000 Βραζιλιάνων ήταν σκλάβοι, και μέχρι το 1818 υπήρχαν 1.930.000 σκλάβοι πέρα από τους περίπου 526.000 ελεύθερους Νέγρους και μιγάδες, όλοι μαζί περίπου το 63% του συνολικού πληθυσμού. Κοινώς, όταν η Βραζιλία έγινε ανεξάρτητο κράτος, η πλειοψηφία ήταν μαύροι και γινόταν ακόμα πιο μαύρη, με περίπου τα τέσσερα πέμπτα του πληθυσμού να είναι σκλάβοι.
Γι’ αυτόν τον λόγο η Βραζιλία ήταν εγγενώς πολύ πιο ασταθής από την Ισπανική Αμερική, όπου οι «κατώτερες» φυλές ήταν πιο παθητικές και κομμάτι ενός φεουδαλικού τοπικού συστήματος δουλοπαροικίας. Το σχετικό φυλετικό σύστημα του ισπανικού αμερικανικού συστήματος ουσιαστικά διευκόλυνε τις διαμάχες μεταξύ των μελών της λευκής ελίτ, που οδήγησε στον διαχωρισμό της ισπανικής αμερικής σε αρκετά κράτη. Στην Πορτογαλική Αμερική, σε αντίθεση, τέτοιες διαμάχες θα μεγάλωναν τον φόβο για εξέγερση των σκλάβων, ανάλογη με εκείνη που οδήγησε στην σφαγή των Λευκών κατοίκων της γαλλικής αποικίας της Αϊτής μόλις λίγες δεκαετίες προηγουμένως. Αυτό μόνο, ανεξαρτήτως άλλων παραγόντων, ήταν ένας σαφής λόγος για τον λευκό πληθυσμό της Πορτογαλικής Αμερικής να παραμείνει ενωμένος.
Κατά την διάρκεια του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα η δημογραφία της Βραζιλίας βελτιώθηκε από την λευκή οπτική, με μαζική μετανάστευση από την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων Ιταλών, Ισπανών, Πορτογάλων και Γερμανών, όπως επίσης και με συμπαντικές ενέσεις από την Συρία και την Ιαπωνία. Αλλά παρότι έγινε πολύ λιγότερο Μαύρη, η Βραζιλία ποτέ δεν έγινε πραγματικά μια Λευκή χώρα, παρ ότι το λευκό στοιχείο ήταν και παρέμεινε κυρίαρχο.
Οι φυσικές διαιρέσεις που ήταν έμφυτες στην Βραζιλία, ειρωνικά ήταν ο λόγος για την συνεχιζόμενη ενότητά της, με τις δημοκρατικές τάσεις να αντιπαλεύουν τις δικτατορικές, με κατάληξη την ημι0φασιστική ή αυταρχική δικτατορία του Τζετούλιο Βάργκας. Όπως κι άλλα αποκαλούμενα φασιστικά ή ημι-φασιστικά κινήματα, η εκδοχή της Αυταρχικής Ανάπτυξης είχε πολλά φιλολαϊκά στοιχεία για να αντιπαλέψει την επιρροή του Σοσιαλισμού και του Κομμουνισμού,, με πολιτικές προσαρμοσμένες να καλυτερέψουν την θέση των φτωχών και να υπερβούν τους φυλετικούς διαχωρισμούς.
Το 1950, το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο μετά τον Β’ ΠΠ διεξήχθη στην Βραζιλία. Τα Ευρωπαϊκά έθνη είχαν πληγεί άσχημα από τον πόλεμο και αυτό είχε αδυνατίσει τις ομάδες τους με διάφορους τρόπους. Επίσης, η Βραζιλία, ως το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό έθνος, είχε μια πολύ μεγαλύτερη δεξαμενή ταλέντων από τα άλλα έθνη. Αυτοί οι παράγοντες σήμαιναν πως το Βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο ήταν σε άνοδο και περίμεναν να νικήσουν. Ακόμα και αφού έχασαν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1950 από την μικρή Ουρουγουάη, η βραζιλιάνικη άρχουσα τάξη συνέχισε να προωθεί το ποδόσφαιρο ως ένα σύμβολο εθνικής υπερηφάνειας και ως ενοποιητική δύναμη. Μέσω του ποδοσφαίρου, η συνεργασία Μαύρων, Λευκών και μιγάδων παικτών θα έδινε μια σημαντική εικόνα. Επίσης, το ποδόσφαιρο χρησίμευε ως ένας εξαιρετικός αντιπερισπασμός με την έννοια του «άρτου και θεάματος», με το ποδόσφαιρο να έχει τον ρόλο του θεάματος και το ψωμί να παρέχεται από την σχετική μεταπολεμική οικονομική επιτυχία της Βραζιλίας.
Με τις νίκες στα παγκόσμια κύπελλα του 1958 και του 1962, τα αθλήματα και η δημοκρατία φαίνεται να έχουν πετύχει μια φαινομενικά ιδανική ισορροπία με την άνιση οικονομική ανάπτυξη της Βραζιλίας , αλλά μετά την Κουβανική επανάσταση και την άνοδο των Μαοϊκών ανταρτών και των τακτικών τους, που εκμεταλλεύονταν την αγροτική και αστική φτώχεια στην Λατινική Αμερική, το ποδόσφαιρο μόνο του δεν ήταν αρκετό και η Βραζιλία αναγκάστηκε να επιστρέψει σε μια μορφή φασισμού. Το 1964 ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ< επέβαλε μια χούντα στρατιωτικών. Αυτή κράτησε μέχρι το 1985, όταν η σχετική οικονομική επιτυχία των νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών της χούντας και η φθίνουσα πορεία των Τσεγκεβαριστών ανταρτών επέτρεψαν στην Βραζιλία γι’ ακόμα μια φορά να πειραματιστεί με την δημοκρατία.
Οι κατοπινές επιτυχίες το 1994 και το 2002, μαζί με την οικονομική ανάπτυξη των δεκαετιών του 90 και του ’00, επέτρεψαν την δημοκρατία στην Βραζιλία να λειτουργήσει έως και σήμερα, αλλά τα βασικά προβλήματα της Βραζιλίας- οι διαμάχες μεταξύ των περιφερειών, οι φυλετικές διαφορές, οι οικονομικές ανισότητες- ακόμα δεν έχουν λυθεί και μόνο ένας συνδυασμός σχετικής οικονομικής επιτυχίας και απόλυτης επιτυχίας στα αθλήματα ή μια δικτατορία μπορούν να τα επιλύσουν.
Και ενώ η οικονομική επιτυχία της Βραζιλίας τα τελευταία χρόνια ήταν θαυμαστή, η οικονομική επιτυχία μόνη της σπάνια είναι σταθερή σε μια χώρα σαν την Βραζιλία, που πάσχει από ένα ολοένα αυξανόμενο προλεταριάτο και διάφορες μορφές διαφθοράς και εγκληματικότητας. Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η παρακμή του Βραζιλιανικού ποδοσφαίρου, όπως έγινε εμφανές από την επική νίκη της Γερμανίας.
Μεταξύ του 1958 και του 1970, η Βραζιλία κέρδισε τα 3 από τα 4 Παγκόσμια Κύπελλα. Με το πλεονέκτημα του μεγάλου πληθυσμού και της μεγάλης δεξαμενής ταλέντων, μπορούσε να υπολογίζει πως θα έβρισκε παίκτες μεγάλου ταλέντου, όπως ο παγκοσμίου φήμης Πελέ και ο μεγάλος Γκαρρίντσα.
Αλλά το ποδόσφαιρο εκείνες της μέρες ήταν ένα πολύ πιο ανοιχτό, με άνετη ροή, ανταγωνιστικό σπορ, πού πιο κοντά στην Βραζιλιάνικη ψυχοσύνθεση. Σήμερα το άθλημα, κυρίως στα ανώτερα επίπεδα, είναι μια πολύ πιο ψυχολογική και τεχνική αναμέτρηση. Μαρκάρισμα περιοχής, καλοστημένες παγίδες οφσάιντ, πάσες με ένα άγγιγμα της μπάλας, τεχνικές παραπλάνησης πολλές μορφές ομαδικού παιχνιδιού κυριαρχούν, περιθωριοποιώντας το ατομικό ταλέντο των εγγενώς ασύνδετων ομάδων της Βραζιλίας.
Η Βραζιλία ακόμα έχει μερικά πλεονεκτήματα- ανάμεσα στα οποία και η αυξανόμενη φυλετική διαφοροποίηση κυρίως των Ευρωπαίων ανταγωνιστών της- και στο μέλλον μπορεί κάλλιστα να κερδίσει ένα ακόμα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά σε αντίθεση με άλλες χώρες, για την Βραζιλία η νίκη στο ποδόσφαιρο είναι σχεδόν ένα θέμα επιβίωσης, και σίγουρα ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με το επίπεδο των πολιτικών ελευθεριών.
ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου